Κυριακή 6 Μαΐου 2012

                           ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ

    Καλώς ορίσατε στην ιστοσελίδα "Βασιλίτσι"! Το Βασιλίτσι είναι το χωριό από το ο-ποίο κατάγομαι και στο οποίο πέρασα τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια. Εκεί έχω αδέλφια και συγγενείς και σ' αυτό περνάω τα καλοκαίρια μου. Το αγαπώ πολύ ( όπως, άλλωστε, όλοι αγαπούν τα χωριά τους) και γι' αυτό μέσα από τις αναρτήσεις του ιστο-λογίου θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα για την ιστορία του ,τους κατοίκους του, τις παραδόσεις του, τις ομορφιές του και, γενικά, για κάθε τι που παρουσιάζει κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον. Επέλεξα ως προφίλ τη φωτογραφία της Εκκλησίας μας "Άγιος Βασίλειος", μιας και η εκκλησία αυτή με συνδέει περισσότερο με το χωριό, πέραν, εν-νοείται, των συγγενών και των φίλων μου. Το σχολείο που έμαθα τα πρώτα γράμματα, δυστυχώς, δεν υπάρχει πλέον. Ο Άγιος Βασίλειος ας είναι βοηθός σ' αυτή την προ-σπάθεια. Όποιος θέλει και μπορεί να βοηθήσει στην προσπάθεια είναι ευπρόσδεκτος. Ηλεκτρονική διεύθυνση: vasgoulas@gmail.com, τηλ. 6938854781.
                                                                                                                             Βασίλειος Γούλας




                                                   Εκκλησία Αγ. Βασιλείου


                                                                                        Άγιος  Βασίλειος                                                                                                                       



                                        
                          ΒΑΣΙΛΙΤΣΙ

1.-  ΙΣΤΟΡΙΑ.

α) Τοποθεσία.

    Το Βασιλίτσι (καθαρεύουσα Βασιλίτσιον) είναι ένα χωριό στο νοτιοανατολικό άκρο της Μεσσηνίας, το οποίο καταλήγει στο  ακρωτήριο Ακρίτας. Υπάγεται διοικητικά, ως τοπική κοινότητα, στη Δημοτική Ενότητα Κορώνης τού Δήμου Πύλου-Νέστορος και στην απογραφή του 2011 ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 517 κατοίκους, στους οποίους πρέπει να προστεθούν οι κάτοικοι των οικισμών Αγίου Γεωργίου (13), Λιβαδακίων (37) και Φανερωμένης (23), Κούκουρας (33) και Λακκούλες (7), οι οποίοι συναποτελούν την Τοπική Κοινότητα Βασιλιτσίου (σύνολο κατοίκων 630). Σύμφωνα με τη Στατιστική Επετηρίδα του 2001, ο μεσοσταθμικός υψομέτρου του Βασιλιτσίου  είναι 146 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, η επιφάνεια της διοικητικής του περιφέρειας 25,466 τετραγωνικά χιλιόμετρα και η πυκνότητα του πληθυσμού 24,78 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.
     Το χωριό, παρά τη μεγάλη ακτογραμμή της διοικητικής του περιφέρειας, δεν είναι παραθαλάσσιο. Απέχει από τη θάλασσα 3 περίπου χιλιόμετρα και παλαιότερα, πριν από την επέκτασή του, δεν ήταν ορατό από αυτή. Χτίστηκε δε σε περιοχή που δεν ήταν ορατή από τη θάλασσα για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ο φόβος των πειρατών, οι οποίοι προέβαιναν συχνά σε λεηλασίες και καταστροφές στα παραθαλάσσια χωριά και ο δεύτερος ότι το εσωτερικό του ακρωτηρίου προσφερόταν περισσότερο για τις γεωργοκτηνοτροφικές ενασχολήσεις των κατοίκων.

 β) Αρχική τοποθεσία.Το μέρος που χτίστηκε το Βασιλίτσι φαίνεται πως δεν ήταν η αρχική τοποθεσία Για το που ήταν η αρχική τοποθεσία υπάρχουν διάφορες παραδόσεις, τις οποίες αναφέρουμε στη συνέχεια.                                                                                                                                α
(1) Περιοχή Χαλάσματα (περίοδος πειρατειών).Υπάρχει  παράδοση μεταξύ των κατοίκων ότι αρχικά το Βασιλίτσι (ή κάποιος άλλος μικρός οικισμός) ήταν χτισμένο σε άλλη περιοχή, ορατή από τη θάλασσα, και κατεστράφη από πειρατές. Η περιοχή αυτή λέγεται «Χαλάσματα» από τις καταστροφές των πειρατών. Σήμερα σώζεται εκεί μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, προφανώς για την προστασία των Βασιλιτσιωτών από τον εκ θαλάσσης κίνδυνο.
Γύρω από την καταστροφή αυτή η λαϊκή μούσα έχει δημιουργήσει το ακόλουθο τραγούδι, ό-πως το βρίσκουμε δημοσιευμένο στο περιοδικό «Ακρίτας» (τ.10/1979), σε αφήγηση της Διαμάντως Ιωαν. Μπούτση: « Στης Ματαργιάδας το νερό πίνουν τα παλληκάρια-/πίνουν κορίτσια ανύπαντρα για ν’ αρρεβωνιαστούνε.-/Παντρεύεται ο Αθανασιάς και παίρνει Γεωργοπούλα.-/Ο γάμος εγινότανε μες τον Άγιο Νικόλα-/οι πειρατές εβγήκανε  κόβουν τα παλληκάρια,-/παίρνουν γυναίκες και παιδιά, τους βάζουν στα καράβια.-/Τέτοιο τραγούδι λέγανε σα βρέθηκαν στο γάμο:/«Για χορεύτε μαυρομάτες-και πηδάτε κομπαχείλες-/ώσπου να ’βγει το φεγγάρι-/κι άλλα μπούρδα στο καράβι.-/Βάλτε τα παιδιά στον ώμο-/τα παπούτσια στην ποδιά».-Τα’ αντρόγυνο εγλύτωσε και βγήκε στο Δεντρούλι-/Ψιλή φωνούλα η νύφη έβγαλε να μαζευτούν οι κλέφτες.-/Γιατί φωνάζεις, λυγερή, τη ρώτησαν οι κλέφτες-/Αγιο Νικόλας καί-γεται, χαλάσανε τα σπίτια.                                                                                     
Η ανωτέρω παράδοση περί καταστροφής του οικισμού από πειρατές δεν είναι  αυθαίρετη, αλλά έχει ιστορικό υπόβαθρο. Συγκεκριμένα  στο βιβλίο του Νίκου Κανακάρη «Πειρατές στις ελληνι-κές θάλασσες» (δεν αναφέρεται χρονολογία έκδοσης) διαβάζουμε ότι στα παράλια της Κορώνης εί-χαμε αρκετές πειρατικές επιδρομές. Π.χ. το 1432 μ.Χ. αναφέρεται ότι «τουρκικά πειρατικά κάτεργα λεηλάτησαν τα παράλια της Μεσσηνίας και ιδιαίτερα τη Μεθώνη και την Κορώνη» (σελ.33), «το 1512 τουρκικές φούστες (σημ.έμοιαζαν με τις γαλέρες, αλλά ήταν πιο μικρά σκάφη) που είχαν εξοπλισθεί στην Αττάλεια λεηλάτησαν την περιοχή της Κορώνης και τα Κύθηρα. Από την Κορώνη απήγαγαν τριακοσίους ανθρώπους…» (σελ.35), «το 1615 ο Μπαρμπαρέζος πειρατής και κουρσάρος Χουσεΐν Βερνέζογλου τρομοκρατούσε την περιοχή γύρω από την Κορώνη», ενώ ένα χρόνο ενωρίτερα, το 1614, « δέκα τέσσερα μπαρμπαρέζικα πειρατικά δρούσαν στο Ναυαρίνο, υπό την αρχηγία του κουρσάρου Βερσίνογλι ρέις που χρησιμοποιούσε για ορμητήριο την Κορώνη. Αρκετοί από τους πειρατές του  αποβιβάστηκαν εκείνη τη χρονιά στη στεριά και άρπαξαν εξήντα ανθρώπους» (σελ.44). Προφανώς σε κάποια από τις επιδρομές αυτές είχαμε την αρπαγή των κατοίκων και την καταστροφή του οικισμού που προαναφέραμε., γεγονός από το οποίο προέκυψε και η σχετική παράδοση.
  Για την ιστορία αναφέρουμε ότι  έχουμε καταγωγή πειρατή και από την Κορώνη. Πρόκειται για τον διάσημο πειρατή Τζανούμ Χότζα, του οποίου η πρώτη έγγραφη αναφορά ανάγεται στο 1707. Ο εν λόγω πειρατής  έδρασε, κυρίως, στα παράλια της Νότιας Ιταλίας, της Σικελίας και, γενικότερα, της Δυτικής Μεσογείου. Παράλληλα, ως ανεξάρτητος πειρατής συνεργάσθηκε με τους Τούρκους στον Βενετοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε το 1684 και αιχμαλωτίσθηκε από τους Βενετούς. Μετά την απελευθέρωσή του (αφού κατέβαλε 100 φλουριά) εντάχθηκε στον τουρκικό στόλο ως καπετάνιος γαλιότας. Το 1714, με το ξέσπασμα του νέου πολέμου μεταξύ Βενετών και Τούρκων, έγινε αρχηγός του οθωμανικού στόλου και απέκτησε τον τίτλο του καπουδάν πασά. Το 1726 εγκατέλειψε οριστικά τις θάλασσες και έγινε πασάς των Χανίων (βλ. ανωτέρω σελ.67-68).


2. Περιοχή Φανερωμένης. Άλλη παράδοση θέλει τον πρώτο οικισμό του Βασιλιτσίου στην παραθαλάσσια περιοχή ανάμεσα στον Κούκουρα και στη Φανερωμένη. Οι συχνές, όμως, επιδρομές των πειρατών τους ανάγκασαν να ζητήσουν καταφύγιο στα ενδότερα, σε περιοχή που δεν ήταν ορατή από τη θάλασσα, εκεί που είναι σήμερα το Βασιλίτσι ( βλ. ανωτέρω Παν. Ντόκολα). 
Η εν λόγω παράδοση έχει υπέρ αυτής  το γεγονός ότι η περιοχή είχε ήδη οικισθεί, σύμφωνα με ορισμένους, από τους αρχαιοτάτους χρόνους. Συγκεκριμένα, αρκετοί υποστηρίζουν ότι εκεί και όχι στην περιοχή της σημερινής Κορώνης, όπως έχει γίνει αποδεκτό, είχαν καταφύγει οι κάτοικοι της αρχαίας Αργολικής Ασίνης μετά την καταστροφή της πόλης τους  από τους Αργείους τον 8ο π.Χ. αιώνα και ίδρυσαν νέα πόλη, στην οποία έδωσαν, επίσης, το όνομα Ασίνη. Για το θέμα, όμως, αυτό γίνεται λόγος στη συνέχεια στο κεφάλαιο για την Αρχαία Ασίνη. 

3. Περιοχή Σέλιτσας. Εκτός από τους προαναφερθέντες οικισμούς του Βασιλιτσίου των Χαλασμάτων και της Φανερωμένης, παλαιότατος οικισμός υπήρχε και στη Σέλιτσα (η λέξη είναι σλαβική, προέρχεται από τη λέξη σέλο=χωριό, και σημαίνει μικρό χωριό). Αποδείξεις για την ύπαρξη του οικισμού αυτού αποτελούν τα ερείπια του βυζαντινού τρίκλητου σταυρεπίστεγου ναού της Θεο-τόκου του 13ου αιώνα, ο νεώτερος αυτού ναός του Αγίου Ιωάννου και τα χαλάσματα 15 σπιτιών, που υπάρχουν στην περιοχή, μερικά των οποίων έχουν επισκευασθεί και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για τις ανάγκες των αγροτών του Βασιλιτσίου.
Το 2000, κατά τη διάρκεια ανασκαφών  στα ερείπια του ναού της Θεοτόκου, βρέθηκαν κομ-μάτια κεραμικών και μια μαρμάρινη λεκάνη ιδιαίτερης αξίας, ενετικής τέχνης. Επίσης βρέθηκε μια σειρά από τάφους κατά μήκος του βόρειου τοίχου με οστά που ανήκαν σε άνδρες, γυναίκες και παιδιά, γεγονός που αποκλείει, κατά τους ερευνητές, να υπήρχε εκεί μονή. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών έχουν δημοσιευθεί από το Νίκο Κοντογιάννη στο περιοδικό «HESPERIA» της Αμε-ρικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών στην Αθήνα με τίτλο: «Excavation of a 13th century church near Vasilitsi, Southern Messenia” (τεύχος 77 του 2008, σελ. 497-537).

4. Συμπέρασμα.
Περισσότερο, πάντως, πιθανή φαίνεται η άποψη ότι στην ευρύτερη περιοχή του Βασιλιτσίου υπήρχαν, κατά καιρούς, διάφοροι μικροί οικισμοί (Χαλάσματα, Φανερωμένη, Σέλιτσα), των οποίων οι κάτοικοι ενώθηκαν, τελικά, σε έναν οικισμό, είτε για λόγους ασφαλείας από τις πειρατικές επιδρομές είτε λόγω καταστροφής του οικισμού τους από τους πειρατές, είτε για άλλους πρακτικούς λόγους με το όνομα Βασιλίτσι
Στη Σέλιτσα εγκαταστάθηκαν, κατά πάσαν πιθανότητα, και Σλάβοι, κατά τον 8ο μ. Χ αιώνα, όπως προκύπτει και από την ονομασία της, η οποία είναι σλαβικής προέλευσης. Διατυπώνεται, κατά καιρούς, το ερώτημα, αν η Σέλιτσα αυτή έχει καμιά σχέση με τη Σέλιτσα του Ταΰγετου.Το πιθανότερο είναι ότι από τη Σέλιτσα του Ταΰγετου ήρθαν εδώ. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ο Ταΰγετος ήταν μία από τις περιοχές της Μεσσηνίας που είχαμε την μεγαλύτερη εγκατάσταση Σλάβων. Δεν αποκλείεται, βεβαια, να είχαμε ταυτόχρονη εγκατάσταση και στη μία Σέλιτσα και στην άλλη.Το να εγκα-ταστάθηκαν πρώτα στη Σέλιτσα του Βασιλιτσίου και μετά να μετακινήθηκαν στον Ταΰγετο δεν φαίνε-ται πιθανό. Κάτι τέτοιο θα το ανέφεραν οι ιστορικοί, λόγω της σημασίας του.
Ενισχυτικό της άποψης των περισσοτέρων του ενός οικισμών αποτελεί και ο μεγάλος αρι-θμός μικρών ναών, διάσπαρτων σε διάφορες περιοχές του Βασιλιτσίου, Οι περισσότεροι από τους ναούς αυτούς είναι σήμερα ερείπια (βλ. παρ: «Εκκλησιές και εξωκκλήσια»).

 γ)  Η αρχαία Ασίνη

         Προηγουμένως αναφερθήκαμε στην παράδοση που θέλει το Βασιλίτσι να έχει χτιστεί στην περιοχή της αρχαίας (Μεσσηνιακής) Ασίνης. Κατωτέρω θεωρούμε σκόπιμο και χρήσιμο να αναφερ-θούμε εκτενέστερα για το θέμα αυτό.
         Λίγοι είναι οι αρχαίοι συγγραφείς που ασχολούνται με την Ασίνη. Από αυτούς, εκείνος που μας δίνει τις περισσότερες πληροφορίες είναι ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» (Κεφ.4) και ακολουθεί ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του (Κεφ. 8).
 Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτούς οι Ασιναίοι κατοικούσαν αρχικά περί τον Παρνασσό, γειτόνευαν με τους Λυκωρείτες και ονομάζονταν Δρύοπες, από το όνομα του οικιστή τους Δρύοπα, υιό, όπως έλε-γαν, του Απόλλωνα. Μετά την τρίτη γενιά  και ενώ βασιλιάς τους ήταν ο Φύλας, σε μάχη που έγινε μεταξύ αυτών και του Ηρακλή νικήθηκαν και οδηγήθηκαν στους Δελφούς ως ανάθημα στον Απόλ-λωνα. Στη συνέχεια, σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα προς τον Ηρακλή, πέρασαν στην Πε-λοπόννησο και ο βασιλιάς του Άργους Ευρυσθέας για το μίσος του προς τον Ηρακλή τους παρα-χώρησε παραθαλάσσια περιοχή κοντά στην Ερμιόνη όπου έχτισαν πόλη, την οποίαν ονόμασαν Ασίνη.
          Αργότερα, όταν εισέβαλαν οι Λακεδαιμόνιοι στην Αργολίδα με το βασιλιά τους Νίκανδρο, οι Ασιναίοι πήγαν με το μέρος τους και κατερήμωσαν μαζί με αυτούς τη γη των Αργείων. Όταν αποχώρησαν από το Άργος οι Λακεδαιμόνιο, οι Αργείοι με το Βασιλιά τους Ερετό επιτέθηκαν κατά της Ασίνης. Οι κάτοικοί της πρόβαλαν αντίσταση για λίγο, αλλά σύντομα, αφού εν τω μεταξύ φρόντισαν να βάλουν σε πλοία τις γυναίκες και τα παιδιά τους, εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στη Μεσσηνία, η οποία τότε είχε καταληφθεί από τους Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες τους παραχώρησαν περί το 706 π.Χ. χώρο για να κατοικήσουν. Στο χώρο αυτό ίδρυσαν τη νέα τους πόλη στην οποία έδωσαν το όνομα Ασίνη σε ανάμνηση της προηγούμενης πατρίδας τους. Όταν αργότερα οι Μεσ-σήνιοι ανέκτησαν τη ελευθερία τους από τους Λακεδαιμονίους, αναγνώρισαν την πόλη και σεβά-στηκαν τους κατοίκους της. Την Ασίνη αυτή οι ιστορικοί την ονόμασαν Μεσσηνιακή Ασίνη προς διά-κριση από την Αργολική και τη Λακωνική Ασίνη.
        Οι Ασιναίοι από την πλευρά τους παραδέχονταν μεν ότι ο Ηρακλής κατάστρεψε την πόλη τους στον Παρνασσό, αλλά αρνιόνταν ότι οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στους Δελφούς, ως ανάθημα στον Α-πόλλωνα. Έλεγαν δε ότι μετά την ήττα τους από τον Ηρακλή και την καταστροφή του τείχους εγκα-τέλειψαν την πόλη τους, κατέφυγαν στην κορυφή του Παρνασσού και ύστερα μέσω της θάλασσας πέ-ρασαν στην Πελοπόννησο, όπου κατέφυγαν ικέτες στον Ευρυσθέα, βασιλιά του Άργους. Ο Ευρυσθέ-ας που ήταν πολέμιος του Ηρακλή τους παραχώρησε  την Ασίνη για εγκατάστασή τους. Υπερηφανεύ-ονταν δε ότι μόνο αυτοί κατάγονταν από τον Δρύοπα (βλ. και Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια στη λέξη Ασίνη, καθώς και Ιακ. Ραγκαβή «Τα Ελληνικά» τ.2 σελ 266).
           Πού ήταν, όμως, η θέση της Μεσσηνιακής Ασίνης; Ο Νικ. Παπαχατζής στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του με τίτλο: «Μεσσηνιακά-Ηλιακά» (1965) κάνει εκτεταμένη ανάπτυξη του θέματος, ερμη-νεύοντας και σχολιάζοντας το έργο του Παυσανία. Το συμπέρασμά του είναι ότι «η θέση της μεσση-νιακής Ασίνης δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί αδιαφιλονίκητα, έχει όμως επικρατήσει να ταυτίζεται η Ασίνη με την Ακρόπολη της σημερινής Κορώνης… Απ όλες τις γνωστές προχριστιανικές πόλεις της Μεσσηνίας περισσότερο πιθανό θεωρείται να βρίσκουνταν αυτού η Ασίνη»( σελ. 170).
       Την άποψή του στηρίζει στα εξής: « Ο Παυσανίας παίρνοντας με τη σειρά, όπως φαίνεται ,τις πόλεις που βρίσκονταν στα παράλια του Μεσσηνιακού Κόλπου δυτικά των εκβολών του Παμίσου, αναφέρει πρώτα την Κορώνη, έπειτα το ιερό του Απόλλωνα κορύθου, έπειτα τις Κολωνίδες και, τέ-λος, την Ασίνη, ως τελευταία πόλη προ του ακρωτηρίου Ακρίτα. Από τις πέντε αυτές θέσεις μόνο το ιερό του Απόλλωνα κορύθου έγινε ασφαλώς γνωστό με επιγραφικό εύρημα. Η ως σήμερα, όμως, πρόοδος της έρευνας επιτρέπει την αναγνώριση της Κορώνης στο Πεταλίδι, των Κολωνίδων παρά το ιερό του Απόλλωνα κορύθου και της Ασίνης στη θέση της σημερινής Κορώνης…. Μία από τις επι-γραφές που βρέθηκαν στην Κορώνη (κατά τον καθαρισμό των θεμελίων της παλιά βασιλικής) συμπληρώθηκε ως εξής από τον Ν.Valmin (σημ. Σουηδός αρχαιολόγος)    «Από[λις] |α των κο|[ρω-ναιων;] |Γ. Ασίνιον| [] |ανον το| [ν  αυτας]ευεργ[εταν]|αρετας[ενεκα] (σημ: οι συμπληρώσεις είναι αυτές με έντονα γράμματα). Ο Valmin νομίζει πως αν η συμπλήρωση «α κορωναιων» είναι σωστή, πρέπει η σημερινή Κορώνη να είναι η αρχαία Κορώνη και, επομένως, η Ασίνη να ήταν αλλού» (βλ. ανωτέρω σελ. 170-174).
      Αν όμως η Ασίνη ήταν «αλλού», όπως αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο διάσημος Σουηδός αρ-χαιολόγος Valmin, τότε πού μπορεί να ήταν;
         Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η αρχαία Μεσσηνιακή Ασίνη ήταν στην περιοχή «Φανερωμένη» του Βασιλιτσίου. Ένας από αυτούς είναι ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος  σχολιάζοντας τα "Γεωγραφικά" του Στράβωνα σημειώνει: "Εν Μεσσηνία εστι πολίχνη, ην ωνόμασαν Ασίνην οι μετοικισθέντες, ομωνύμως τη Αργολική Ασίνη, αφ' ης μετωκοίσθησαν. Καλείται δε νυν η μεν Αργολική Ασίνη, Φούρνος, η δε Μεσσηνιακή Φανερωμένη" (βλ. Αδ. Κοραής "Σημειώσεις  εις τα Στράβωνος Γεω-γραφικά", μέρος τέταρτον, έκδοση 1819 εν Παρισίοις, σελ.161). Άλλος είναι ο Μελέτιος, ο οποίος στο έργο του «Γεωγραφία Παλαιά και Νέα» (τόμος Β΄ σελ. 407, Βενετία 1807) αναφέρει ότι «καλείται κοινώς τώρα ο τόπος αυτής (δηλ.της Ασίνης) Φανερωμένη, κατά τον Σοφιανόν».
            Ακόνη έχουμε τον Διονύσιο Πύρρο, τον Θετταλό, ο οποίος αναφέρει ότι  στην περιοχή της Φανερωμένης υπήρχε στην αρχαιότητα "ναός του Απόλλωνος...έχων και ξόανον χαλκούν, εις το οποίον... οι παλαιοί εκόμιζον τους ασθενείς αυτών και εθεραπεύοντο" (βλ. "Ελλάδος Περιήγησις-Μεσσηνιακά " σελ. 30 Αθήνα 1984, επιμέλεια και αντιγραφή από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους από τον Σωτ. Αθανασιάδη). Σημειώνεται ότι ο Διονύσιος Πύρρος, ο Θετταλός, γεννήθηκε το 1777 στην Καστανιά Τρικάλων. Έγινε μοναχός, στη συνέχεια ιερέας και τέλος διδάκτορας της ιατρικής και χει-ρουργικής του πανεπιστημίου της Πάντοβας. Μεταξύ άλλων έγραψε και το έργο «Ελλάδος Περι-ήγησις», κατά το πρότυπο του Παυσανία.
         Υπέρ της άποψης ότι η αρχαία μεσσηνιακή Ασίνη βρισκόταν στην περιοχή της Φανερωμένης-Αγ. Αναργύρων και όχι στη σημερινή Κορώνη έχει την «ακράδαντο γνώμη» και ο καταγόμενος από την Κορώνη Κ. Μπεμπόνης, την οποία εκθέτει στο βιβλίο του «Κορώνης ιστορικές σελίδες» (Αθήνα 1906). Τη γνώμη του αυτή στηρίζει όχι μόνο στις σχετικές περί Ασίνης αναφορές του Στράβωνα και του Παυσανία, αλλά και στο γεγονός ότι «συνεχώς και αδιαλείπτως προ ετών ανευρίσκονται ηρει-πωμένα τείχη, τεθραυσμένα ποικιλόχρωα αγγεία, νομίσματα, κορμός μαρμάρινος γυναικός ανεσκάφη, εσχάτως δε και ψηφιδωτόν πολυποίκιλτον παρά την θάλασσαν ανεφάνη…» (βλ. σελ. 21 και εξής).
    Επίσης επικαλείται και τις αποστάσεις σε στάδια ( 1 στάδιο=184,87μέτρα) που αναφέρει ο Παυσα-νίας από τη μία πόλη στην άλλη. Συγκεκριμένα αναφερόμενος στην Ασίνη ο Παυσανίας γράφει: «κείται δε επί θαλάσσης  και αύτη κατά τα αυτά τη ποτέ εν μοίρα τη Αργολίδη Ασίνη, σταδίων δε τεσσαράκοντα εστιν εκ Κολωνίδων εις αυτήν οδός, τοσαύτη δε και της Ασίνης προς Ακρίταν» (Βιβλ. 4,,κεφ.34,7). Aπό τη σύγκριση, λοιπόν, της απόστασης που αναφέρει ο Παυσανίας σε στάδια μεταξύ του ακρωτηρίου Ακρίτα και Ασίνης (40 στάδια χ 184,87μέτρα-=7.395μ.) και της απόστασης σε χιλιόμετρα (γύρω στα 8) καταλήγει αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η Ασίνη βρισκόταν στη περιοχή της Φανερωμένης και όχι στην σημερινή Κορώνη.
      Στη θέση του κάστρου της σημερινής Κορώνης τοποθετεί ο Μπεμπόνης τις αρχαίες Κολωνίδες, περιοχή που αντιστοιχεί στην απόσταση των 40 σταδίων από την Ασίνη ή 8 περίπου χιλιομ. από τη Φανερωμένη (βλ και Βασιλ. Μάραντου «Κορώνη» 1976, σελ. 151).
       Ο εκ Βασιλιτσίου καταγόμενος Βασ. Μάραντος στο ανωτέρω βιβλίο του δέχεται μεν ότι «δια την ακριβή τοποθεσίαν της Ασίνης υπάρχουν αμφιβολίαι τινές», υιοθετεί, όμως, την άποψη ότι αυτή ήταν η θέση της σημερινής Κορώνης (βλ. ανωτ.).
       Όπως και να έχει το πράγμα, το βέβαιον είναι ότι στην περιοχή της Φανερωμένης υπήρχε αρχαίος οικισμός. Αν δεν ήταν η Ασίνη, ενδεχομένως να ήταν το Ρίον (το Μεσσηνιακό), το οποίο αναφέρει μόνο ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του (βλ. βιβλ. 8 κεφ. 4,5). Γράφει, λοιπόν, εκεί ότι στον «Θου-ριάτη» κόλπο (έτσι αποκαλεί τον Μεσσηνιακό κόλπο, από το όνομα της Θουρίας) υπήρχε πόλισμα (πόλη) που λεγόταν Ρίον, «απεναντίον Ταινάρου», απέναντι δηλαδή από το Ταίναρο " ...από δε Θου-ρίας και Θουριάτης κόλπος, εν ω πόλισμα ην Ρίον τούνομα απεναντίον Ταινάρου" (βλ. και Ν. Παπαχατζή Μεσσηνιακά-Ηλιακά, ανωτέρω σελ.175).
          Στην Ασίνη πρέπει να υπήρχε «δρυμών» (δρυμός, δάσος από δρύες, δάσος από μεγάλα δέ-ντρα),  γι’ αυτό και οι Λακεδαιμόνιοι, όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης, κατά το έβδομο έτος του Πελο-ποννησιακού Πολέμου και ενώ πολεμούσαν εναντίον της Πύλου έστειλαν εδώ πλοία για να πάρουν ξύλα, προκειμένου να κατασκευάσουν πολιορκητικούς κριούς για την προσβολή του τοίχους της πόλης από την πλευρά του λιμανιού (βλ.  Θουκ. βιβλ. 4 κεφ.13 και Ιακ. Ραγκαβή «Τα Ελληνικά» τ. 2ος, σ.556).
     Το γεγονός αυτό, η αναζήτηση δηλ. από τους Λακεδαιμονίους ξυλείας για τις πολιορκητικές τους μηχανές στην Ασίνη, είναι ένα επί πλέον επιχείρημα ότι η Ασίνη βρισκόταν στην περιοχή της Φανερωμένης η οποία είναι στους πρόποδες δασώδους (παλιά) βουνού (του Μαυροβουνίου), παρά στην περιοχή της Κορώνης, όπου δεν υπήρχε κοντά δάσος.
   Ο Βασ. Μάραντος υποστηρίζει ότι, ενδεχομένως, στην περιοχή της Φανερωμένης να υπήρχε ναυπηγείο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και αργότερα επί ενετοκρατίας. Η θέση είναι ενδεδειγμένη και προσφέρεται για ναυπηγικές εργασίες, διότι όρμος προστατευμένος υπάρχει και ξυλεία κατάλληλος υπήρχε στο παρελθόν. Το υπερκείμενο Μαυροβούνι ήταν παλιά δασωμένο και γεμάτο από δέντρα, τα οποία έδιναν ξυλεία κατάλληλη για ναυπηγήσεις (βλ. ανωτ. Σελ.151).
   Το τέλος της Ασίνης δεν είναι γνωστό πότε συνέβη. Ο Ιάκωβος Ραγκαβής (που όπως προα-ναφέρθηκε θέλει την Ασίνη στην περιοχή της Φανερωμένης) στο προαναφερθέν βιβλίο του γράφει ότι η «η γειτνίαση  της  ύστερον ακμασάσης Κορώνης έβλαψεν αυτήν … συνετηρήθη όμως και οι νεώτε-ροι γεωγράφοι, έτι δε και ο Ιεροκλής μνημονεύουσιν αυτής, αλλ’ επί Μεσαίωνος εξέλιπε και μέχρι του ονόματος» (βλ. ανωτ. σελ 556).
                     
 δ) Προέλευση ονόματος.
          Το όνομά του, με την κατάληξη-ιτσι, παραπέμπει εκ πρώτης όψεως σε σλαβικής προέλευσης τοπωνύμιο, δεδομένου ότι από τον 8ο, κυρίως, αιώνα μ.Χ. είχαν εγκατασταθεί και στη Μεσσηνία Σλάβοι. Όμως, σύμφωνα με την Ακαδημία Αθηνών (βλ. «Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών», τόμος 47: «Επανεξέτασις αμφιλεγόμενου ελληνο-σλαβικού προβλήματος: Η αρχή των επιθημάτων –ιτσ- και εθνολογικαί συνέπειαι», υπό Δημ. Γεωργακά, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών,1982), το τοπωνύμιο Βασιλίτσι έχει καθαρώς ελληνική προέλευση. Προέρχεται, δηλ. από το όνομα Βασίλης, στο οποίο έχει προστεθεί το επίθημα –ιτσι. (Βασιλ-ιτσι). Αλλά και ο σλαβολόγος Max Vasmer στο έργο του: “Die Slaven in Griechenland” (Οι Σλάβοι στην Ελλάδα), στο οποίο επιχειρεί μία συστηματική καταγραφή των, κατά την άποψή του, σλαβικών τοπωνυμίων στη χώρα μας, δεν περιλαμβάνει το Βασιλίτσι.
   Η προσθήκη του επιθηματος αυτού, καθώς και των επιθημάτων:–ιτσα, -ιτσος, -ιτσαινα-, ιτσακης κλπ. σε ονόματα είναι σύνηθες φαινόμενο στην ελληνική γλώσσα (π.χ. Πέτρος-Πετρίτσι, Γιάννης-Γιαννίτσι, κόρη-κορίτσι, αδερφή-αδερφίτσα, καρδιά-καρδίτσα, Γεώργιος-Γεωργίτσης, Νίκος-Νικο-λίτσαινα κλπ.).
         Μπορούμε, λοιπόν, βάσιμα να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι ο πρώτος ή ο κύριος ιδρυτής του χωριού ήταν κάποιος Βασίλης, αγροτοβοσκός, μιάς και η γεωργία - κτηνοτροφία ήταν οι μόνες ερ-γασίες των κατοίκων  της υπαίθρου στο απώτατο και απώτερο παρελθόν. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και στη σύγχρονη εποχή με μικρές διαφοροποιήσεις, ανάλογα με την περιοχή.
Προφανώς δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν η φαμέλια του, οι φαμέλιες των παιδιών του και, ενδεχομένως, και άλλοι αργοκτηνοτρόφοι. Όλοι αυτοί μαζί απετέλεσαν τον πρώτο οικισμό που πήρε το όνομα του αρχηγού τους. Κάπως έτσι, άλλωστε, ξεκίνησε η δημιουργία των περισσοτέρων χωριών και, κυρίως, των χωριών σε αγροτικές περιοχές.   Κατ’ άλλους ο αρχηγός της πρώτης αυτής οικιστι-κής ομάδας ονομαζόταν Βασίλης Βασιλίτσης και το όνομα του χωριού προέρχεται από το επώνυμό του (βλ. Παναγιώτη Ντόκολα «Ιστορία του Βασιλιτσίου»).
Το ότι το όνομα του χωριού οφείλεται σε κάποιον Βασίλη, ενισχύεται και από το γεγονός ότι η εκκλησία του χωριού (μικρό εκκλησάκι παλιά, σήμερα μεγαλοπρεπής βυζαντινός ναός) είναι αφιε-ρωμένη στον Άγιο Βασίλειο. Φαίνεται ότι ο ιδρυτής του χωριού φρόντισε και για την ανέγερση της εκκλησίας, την οποία αφιέρωσε στον άγιο του οποίου έφερε το όνομα. Συνήθεια που και σήμερα απαντάται μεταξύ των ευσεβών Ελλήνων που προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες. Δεν αποκλείεται, βέβαια, η ανέγερση του ναού να οφείλεται σε άλλους, μεταγενέστερους, κατοίκους, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στον Άγιο Βασίλειο στη μνήμη και προς τιμήν του ιδρυτή του.         
Υπάρχει και μία τρίτη εκδοχή γύρω από το όνομα του χωριού. Σύμφωνα με αυτή, το όνομα οφείλεται στην «όμορφη πριγκιποπούλα Βασιλίτσα, τρίτη αδερφή της Βυζαντινής Βγένας και Μηλί-τσας που κρατούσαν το γερά θεμελιωμένο πύργο Μπούρτζι στο σημερινό χωριό Μηλίτσα. Τη Βασιλίτσα, καταπώς λέει η παράδοση, την παντρεύτηκε κάποιος βυζαντινός τοπάρχης στην περιοχή Ακρίτα . Η Βασιλίτσα αγαπήθηκε από το λαό , έτσι το χωριό τους το ονόμασαν Βασιλίτσι.» (βλ. Νικ. Πασαγιώτη «Ανεβοκατεβάτες» σελ. 99). Θεωρώ την εκδοχή αυτή ελάχιστα πιθανή.

ε) Χρόνος κτίσεως.

        Στοιχεία για το πότε χτίστηκε το χωριό δεν υπάρχουν. Δεν θα μπορούσαν, άλλωστε, να υπάρ-ξουν, γιατί ούτε οργανωμένη οίκηση έγινε  ούτε πρόκειται για κανένα ιστορικό γεγονός που έπρεπε οπωσδήποτε να καταγραφεί στις δέλτους της ιστορίας.  Έτσι  μόνο με  τη βοήθεια παράπλευρων στοιχείων μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα η οποία δεν θα απαντά βέβαια με σαφήνεια στο ε-ρώτημα, αλλά θα μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το γεγονός.
       Έχουμε, λοιπόν, τα εξής δεδομένα. Πρώτον, από τον 7ο μ.Χ. αιώνα σλαβικές φυλές κατα-φθάνουν και εγκαθίστανται στη Μεσσηνία. Δεύτερον, τα επιθήματα -ιτσι, -ιτσα κλπ. στα ονόματα άρ-χισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως κατά την περίοδο της κατοχής της Μεσσηνίας από τους Σλάβους, οι οποίοι σε αρκετά ελληνικά ονόματα προσέθεσαν τα προαναφερθέντα επιθήματα, προκειμένου να προσαρμόσουν τα ονόματα αυτά στη γλώσσα τους. Τρίτον, υπάρχουν μέχρι σήμερα στην περιοχή τοπωνύμια σλαβικής προέλευσης (Σέλιτσα, Ζαρναούρα κλπ.). Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με τα ερείπια του βυζαντινού ναού της Θεοτόκου του 13ου αιώνα στη Σέλιτσα, μπορούμε να δεχθούμε ότι ο πρώτος οικισμός του Βασιλιτσίου έγινε πριν από το 1200 μ.Χ. και ειδικότερα μεταξύ των ετών 800-1200. Πάντως, πρώτη επίσημη (γραπτή) αναφορά για το Βασιλίτσι εντόπισε ο γράφων στην απογραφή του Βενετού Grimani το 1700 (βλ.παρ. «Κά-τοικοι»). 


  στ) Η ζωή επί Ενετοκρατίας.
                                                                                   
     Το Βασιλίτσι αποτελούσε ανέκαθεν και μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες αποκλειστικά ενδοχώρα της Κορώνης. Σ’ αυτό συνετέλεσαν κατά πρώτον η μικρή απόσταση μεταξύ τους και κατά δεύτερον η γεωργοκτηνοτροφική ενασχόληση των Βασιλιτσιω-τών, οι οποίοι παρήγαγαν, τρόπον τινά, τα βασικά είδη διατροφής για τους Κορωναίους, των οποίων η ενασχόληση με τη γη ερχόταν σε δεύτερη μοίρα.
    Το βασικότερο, όμως, αίτιο υπήρξε το γεγονός  ότι  το Βασιλίτσι ήταν σχεδόν αποκλεισμένο από τις πόλεις και τα χωριά του Μεσσηνιακού κόλπου. Για να μεταβεί κανείς από το Βασιλίτσι σε μία από τις πόλεις αυτές ή τα χωριά,  έπρεπε να διασχίσει κατά μήκος την Κορώνη, πράγμα που συνεπαγόταν και χρόνο περισσότερο και ταλαιπωρία μεγαλύτερη, λαμβανομένου υπόψη ότι η μετακίνηση τότε γινόταν με τα πόδια ή με τα γαϊδούρια. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Θα εξακολουθούσε δε να είναι απο-κλεισμένο το Βασιλίτσι και στα μετέπειτα χρόνια, όταν αργότερα η μετακίνηση άρχισε να γίνεται με τα αυτοκίνητα, διότι ο δρόμος της Κορώνης ήταν (και είναι ) πολύ στενός, με συνέπεια η διέλευση λεωφορείου να είναι αδύνατη.
Από την απομόνωση αυτή βγήκε το Βασιλίτσι κατά την περίοδο 1970-72, χάρη στις ενέργειες του καταγόμενου από αυτό αντιστρατήγου Βασιλείου Μαράντου, ο οποίος πρωτοστάτησε στη διάνοιξη νέας οδού που παρέκαμπτε την Κορώνη και επέτρεπε την ανεμπόδιστη, πλέον, επικοινωνία των κατοίκων του χωριού με τον έξω κόσμο.
  Ως ενδοχώρα της Κορώνης το Βασιλίτσι, συνέδεσε τη μοίρα και την ιστορία του με τη μοίρα και την ιστορία αυτής. Ειδικότερες μαρτυρίες για το Βασιλίτσι, βέβαια, δεν υπάρχουν. Όμως, αρκετά από αυτά που έλαβαν χώρα στην Κορώνη κατά τη μακραίωνη ιστορία της αφορούν σε μεγάλο βαθμό και τους κατοίκους των περιχώρων της, άρα και του Βασιλιτσίου.
  Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή των κατοίκων των περιχώρων της Κορώνης και της Μεθώνης αφορούν την περίοδο της Ενετοκρατίας. Οι πόλεις αυτές, ως γνωστόν, υπήρξαν σημαντικότατα εμπορικά (και όχι μόνο ) κέντρα για τους Ενετούς, οι οποίοι είχαν εφαρμόσει σ’ αυτές κατά την περίοδο που ανήκαν στη δικαιοδοσία τους το δικό τους νομικό και διοικητικό σύστημα προσαρμοσμένο στις ειδικές συνθήκες κατοχής και εξουσίας. 
   Ο Αντώνιος Μομφεράτος στην ενδιαφέρουσα μελέτη του που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1914 με τίτλο «Μεθώνη και Κορώνη επί Ενετοκρατίας» γράφει σχετικά «Η μακρά εν Μεθώνη και Κορώνη διαμονή των Ενετών παρασκεύασε κοινωνικήν και πολιτική κατάστασιν αξίαν μελέτης… Διότι η ανάπτυξις της εμπορίας και η μετά πάντων των εμπορικών κέντρων της Ανατολής επιμιξία  και τον πληθυσμόν των πόλεων ηύξησε και κοινωνικήν κατάστασιν ιδιόρρυθμον παρήγαγεν. Έλληνες, Εβραίοι, Αλβανοί, Ενετοί συνέρρεον εις τας πόλεις αυτάς» (σελ. 9). 
   Στην εν λόγω μελέτη του διαβάζουμε, μεταξύ άλλων , και τα εξής για τη ζωή των χωρικών που ζούσαν στα περίχωρα των δύο αυτών πόλεων, όπως τα κατέγραψε με βάση τα στοιχεία από τους νόμους και τις διατάξεις των ενετικών αρχών της Μεθώνης και της Κορώνης της περιόδου 1337 - 1487: 
            α) Κανένας χωρικός δεν μπορούσε να δώσει σε γάμο κόρη, αδελφή ή ανιψιά ούτε άλλο πρόσωπο, χωρίς την άδεια της Διοί-κησης (των Ενετών). Οι παραβάτες τιμωρούνταν με χρηματική ποινή 500 υπέρπυρων και φυλάκιση 6 μηνών Όποιος έκανε γάμο παράνομα έχανε αυτά που του είχαν δώσει ή υποσχεθεί ως προίκα υπέρ της κοινότητας. Το μισό της ποσότητας ανήκε στο μηνυτή (σελ 22). (Για την ιστορία σημειώνουμε εδώ ότι το υπέρπυρο ήταν κοιλόκυρτο χρυσό νόμισμα που κόπηκε επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η περιεκτικότητά του σε χρυσό διέφερε κατά καιρούς. Το τελευταίο υπέρπυρο κυκλοφόρησε στην περίοδο των Αυτοκρατόρων Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου και Ιωάννου ΣΤ΄ Καντακουζινού με  περιεκτικό-τητα σε χρυσό 11 καράτια. Το νόμισμα αυτό το διατήρησαν σε χρή-ση και οι Ενετοί στις βυζαντινές κτήσεις τους)    
 β) Κανείς δεν μπορούσε να πουλάει ή να υποθηκεύει αμπέλια, σπίτια κλπ. ή να ανταλλάσσει ή να δωρίζει χωρίς την άδεια της ενετικής αρχής σελ. 22).
 γ) Η συλλογή των ελαιών δεν επιτρεπόταν μέχρι της 15 Οκτωβρίου. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να αγοράζει λάδι νέας εσοδείας πριν από το μήνα Οκτώβριο στην τιμή της διατίμησης που είχε ορίσει η ενετική διοίκηση. Σε περίπτωση παράβασης έχαναν το τίμημα και ο πωλητής και ο αγοραστής (σελ. 37).
   δ) Απαγορευόταν σε όλους να πουλάνε για τον εαυτό τους ή για άλλον σιτάρι σε αρτοποιό χωρίς άδεια της ενετικής διοίκησης . Αλλά και στον αρτοποιό απαγορευόταν να αγοράζει σιτάρι χωρίς άδεια της Διοίκησης (σελ. 38).
 ε) Οι χωρικοί υποχρεούνταν σε προσωπική εργασία (αγγαρεία) κατά διαταγή της Διοίκησης 2 ημέρες το μήνα (σελ.51).
  στ) Όποιος αποκαλούσε τον άλλον «κερατά» ετιμωρείτο με 5 υπέρπυρα ( σελ. 51).
 ζ) Όποιος βλαστημούσε το όνομα του Χριστού, της Παναγίας ή Αγίου δενόταν σε κολώνα και τον χτυπούσαν ή πλήρωνε 25 υπέρπυρα (σελ. 51).     

 ζ) Η ζωή επί Τουρκοκρατίας

Το θέμα «Η ζωή των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας» είναι τεράστιο και μ’ ατό έχουν ασχοληθεί ειδικοί επιστήμονες. Εδώ μεταφέρουμε λίγα (με την αναγκαία επεξεργασία) από το έργο του ιστορικού Μιχαήλ Β, Σακελλαρίου, Ομότιμου Καθηγητή  Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκού με τίτλο « Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821) και από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών (τ.ΙΑ΄). Πουθενά, φυσικά, δεν γίνεται αναφορά στο Βασιλίτσι για λό-γους ευνόητους ( ήταν ένα ασήμαντο χωριό). Τα ενσωματώνουμε, όμως,  στην εργασία αφενός για να είναι πιο πλήρης και αφετέρου για να πάρουν οι αναγνώστες μια ιδέα για τη ζωή που περνούσαν οι Έλληνες ( ανάμεσά τους και οι Βασιλιτσιώτες) κατά την περίοδο αυτή, αφού ό,τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ελλάδα και, κυρίως, στην Πελοπόννησο αυτονόητο είναι ότι συνέβαινε και στο Βασιλίτσι.
Περιοριστήκαμε στην περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας (1715-1821). Αυτό έγινε για τρείς λόγους. Πρώτον το θέμα της ζωής των Ελλήνων καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι τεράστιο, δεύτερον γιατί η περίοδος αυτή ακολουθεί την περίοδο της Ενετοκρατίας και τρίτον γιατί είναι πιο κοντά στην εποχή μας σε σχέση με την περίοδο της πρώτης Τουρ-κοκρατίας και σώζονται ακόμη παραδόσεις, ονόματα κλπ. Για την περίοδο αυτή πρέπει να σημειώσουμε εξ αρχής ότι η ζωή των Ελλήνων  είναι σχετικά καλλίτερη από εκείνη της πρώτης Τουρκοκρατίας. Αυτό οφείλεται από τη μια στην προϊούσα μείωση των αντιθέσεων μεταξύ των Κατακτητών και των υπόδουλων Ελλήνων σε θέματα καθημερινής ζωής και οικονομίας, ως απόρροια της μα-κρόχρονης κυριαρχίας για τους μεν και σκλαβιάς για τους δε και από την άλλη στα σημάδια παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που άρχισαν σιγά-σιγά να φαίνονται. Ειδικά για την Πελοπόννησο οι συνθήκες ζωής καλυτέρευσαν, γιατί, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, οι Έλληνες βοήθησαν, όπου μπορούσαν, τους Τούρκους στην ανάκτησή της από τους Ενετούς. Έτσι, αφενός δεν έλαβαν εναντίον τους σκληρά μέ-τρα οι Τούρκοι και αφετέρου τους επετράπη η απόκτηση γης, η οποία συνοδευόταν και από ελαφρό-τερη φορολογία, με παράλληλη χρήση του δικαιώματος αυτοδιοίκησης.
    Κατά την περίοδο αυτή ολόκληρη η Πελοπόννησος αποτελούσε πασαλίκι ή αγιαλέτ με έδρα του πασά την Τριπολιτσά. Τα πασαλίκια υποδιαιρούταν σε περιφέρειες, οι οποίες λέγονταν βιλαέτια από διοικητικής άποψης ή σαντζάκια από στρατιωτικής ή καζάδες από δικαστικής. Το πασαλίκι της Πελο-ποννήσου ή του Μοριά ήταν διαιρημένο σε 24 περιφέρειες (βιλαέτια ή σαντζάκια ή καζάδες) και μία από αυτές, σχετικά μικρή, ήταν η περιφέρεια (βιλαέτι) της Κορώνης που έφθανε μέχρι τα περίχωρα της Ανδρόυσας. Σ’ αυτήν υπαγόταν και το Βασιλίτσι και άλλα 79 χωριά.
Την εξουσία σε κάθε περιφέρεια ασκούσε ο Βοεβόδας, ο οποίος διατηρούσε και αριθμό στρατιωτών. Την τοπική διοίκηση σε επίπεδο κωμόπολης ή χωριού ασκούσαν οι σπαχήδες και αγάδες. ΄Το Βασι-λίτσι, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν έδρα αγά.
Η κατεχόμενη από το Σουλτάνο γη εθεωρείτο ιδιοκτησία του, ως εκπροσώπου του Αλλάχ επί της γης, και εξ αυτού του λόγου του επιφυλασσόταν το δικαίωμα να διαθέτει τμήματα αυτής για κτήση, νομή και οποιαδήποτε χρήση.  Οι γαίες διακρίνονταν από άποψη κυριότητας σε πλήρους ιδιοκτησίας (μω-αμεθανών ή χριστιανών) και σε μη πλήρους ιδιοκτησίας (άφθαρτοι). Από φορολογική δε άποψη δια-κρίνονταν σε δεκατιζόμενες που υπόκειντο στη δεκάτη και ήσαν οι μουσουλμανικές πλήρους κυριό-τητας και σε υποκείμενες σε χαράτσι που ήσαν μη πλήρους κυριότητας, μουσουλμανικές ή μη. 
Στην Πελοπόννησο επιτρεπόταν στους Έλληνες η απόκτηση γαιών πλήρους κυριότητας. Για το έγκυ-ρο, όμως, οποιασδήποτε αγοραπωλησίας (αμπελιών, σπιτιών, καταστημάτων κλπ.) έπρεπε να υπο-βληθεί αυτή στον καδή, ο οποίος χορηγούσε το χοτζέτι, το έγγραφο δηλ. της ιδιοκτησίας. Χωρίς αυτό η αγοραπωλησία ήταν άκυρη.
     Η εκδίκαση των πολιτικών ή εμπορικών υποθέσεων ανήκε στην αρμοδιότητα του καδή. Οι υπόδουλοι Έλληνες, πάντως, απέφευγαν να προσφεύγουν στα οθωμανικά δικαστήρια και για λόγους απέχθειας προς τον κατακτητή, αλλά και για το λόγο ότι έπρεπε να πληρώνουν 10% για κάθε υπό-θεση. Το δίκαιο που εφάρμοζε ο καδής ήταν το οθωμανικό.
      Οι Έλληνες, αντί για τον καδή, κατέφευγαν τις περισσότερες φορές στις εκκλησιαστικές αρχές για τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών τους. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε και η ίδια η εκκλη-σία, η οποία απείλησε με αφορισμό, όταν ο θεσμός του γάμου απειλήθηκε σοβαρά από τη σύναψη γάμου ενώπιον του καδή. Τη διαιτητική επίλυση των διαφορών από την εκκλησία αναγνώρισε σιγά-σιγά και ο κατακτητής. 
    Οι κάτοικοι της Πελοποννήσου διακρίνονταν, ανεξαρτήτως εθνικότητας, σε γαιοκτήμονες και σε ακτήμονες. Γαιοκτήμονες ήσαν κυρίως οι Τούρκοι, αλλά υπήρχαν και Έλληνες, Ακτήμονες ήσαν μό-νο Έλληνες που καλλιεργούσαν τα χτήματα των άλλων, Τούρκων και Ελλήνων, ή χρησιμοποιούνταν ως βοσκοί. Οι περισσότεροι ακτήμονες στο βιλαέτι της Κορώνης ήταν βοσκοί. Όσοι κατείχαν μεγά-λες εκτάσεις λέγονταν φεουδάρχες και τα χτήματά τους φέουδα. Φεουδάρχες ήταν όχι μόνο Τούρκοι αλλά και Έλληνες. Στο βιλαέτι της Κορώνης μεγάλοι φεουδάρχες ήταν η οικογένεια Μεχμέτ-μπέη, με το φέουδό τους να ανέρχεται γύρω στα 1300 στρέμματα. Τα χωριά που βρίσκονταν εκτός φέουδου λέγονταν κεφαλοχώρια. Τέτοια φαίνεται πως ήταν το Βασιλίτσι, η Χρυσοκελλαριά και το Χαρακοπιό.
Οι σπουδαιότεροι φόροι που πλήρωναν οι κάτοικοι στον κατακτητή ήσαν:
α) οι προσωποπαγείς φόροι, από τους οποίους σπουσαιότεροι ήταν το χαράτσι, και η σπέντζα.
Το χαράτσι το πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι ως εξαγορά του δικαιώματος ζωής σε μουσουλμανική χώρα. Αυτός που πλήρωνε το φόρο εφοδιαζόταν με ένα έγγραφο στο οποίο αναγράφονταν τα προσωπικά του στοιχεία και αναφερόταν ρητώς ότι ο φέρων το παρόν έγγραφο μπορούσε να φέρει το κεφάλι του στους ώμους του. Διακρινόταν σε αναλογικό και σε πάγιο Το αναλογικό ξε-κινούσε από το 1/8 του προϊόντος και μπορούσε να φτάσει σε ορισμένες περιπτώσεις και το 1/2. Το πάγιο ήταν πάγιος φόρος, ο οποίος εξαρτάτο από την έκταση του κτήματος Οι αμπελώνες φορολογούνταν σε μετρητά ανά στρέμμα, τα οποία  λέγονταν στρεμματικά. Η λέξη αυτή (στρεμματικά η στρεμματιάτικα) χρη-σιμοποιείται και σήμερα από τους αγρότες για το χαρακτηρισμό της επιδότησης ανά στρέμμα που παίρνουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. 
      Η σπέντζα ήταν κι αυτή κεφαλικός φόρος μικρότερης αξίας και καταβαλλόταν από τους καλλιεργητές στους φεουδάρχες.
β) Οι φόροι επί των πραγμάτων διακρίνονταν σε άμεσους και έμμεσους. Οι άμεσοι φόροι επι-βάλλονταν για την κατοχή γης,  την κατοχή ζώων, την παραγωγή κλπ. Ο φόρος για την κατοχή γης α-νερχόταν στο 1/10 της αξίας, γι αυτό λεγόταν και δεκάτη. Έμμεσοι φόροι ήταν οι τελωνειακοί οι εξαγωγικοί κλπ.
      Πέραν των ανωτέρω φόρων, ήσαν και άλλοι μικρότερης σημασίας. Οι φορολογούμενοι, όμως, ραγιάδες δεν πλήρωναν μόνο τους κανονικούς φόρους, αλλά και όσα επάνω σ’ αυτούς έβαζαν αισχροκερδώντας οι εντεταλμένοι για την είσπραξη των φόρων. 
      Η θρησκευτική ελευθερία, μετά πάροδο λίγων ετών από την επανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους άρχισε να εμπεδώνεται. Οι χριστιανοί τελούσαν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθή-κοντα , όπως ελεύθερα τελούσαν και τα πανηγύρια τους, που τόσο συνέβαλαν στη διατήρηση της θρησκευτικής, κοινωνικής και εθνικής συνείδησης.
      Η σπιτική ζωή στα χωριά, κυρίως, ήταν απλή. Τα περισσότερα σπίτια ήταν καλύβες. Τα μόνα έπιπλα που είχαν ήταν τα κρεβάτια από σανίδες στερεωμένες σε δύο ψηλά τρίποδα, ο σοφράς και τα σκαμνιά, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Το στρώμα ήταν γεμάτο από άχυρα. Το ίδιο ίσχυε και για τα μαξιλάρια. Αρκετά σπίτια είχαν φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού. Αρκετά, επίσης, είχαν και χειρόμυλο, για πρόχειρο άλεσμα του σιταριού ή των οσπρίων.
       Για τις ανάγκες σε ρούχα οι κάτοικοι των χωριών είχαν τους αργαλειούς. Μ’ αυτούς ύφαιναν όχι μόνο τα απαραίτητα για την ενδυμασία τους, αλλά και τα στρώματα, τα σκεπάσματα και ό,τι άλλο χρειάζονταν.
   Οι κύριες ενασχολήσεις τους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Όσοι από αυτούς είχαν δικά τους χτήματα ή κοπάδια ασχολούνταν μ’ αυτά. Όσοι δεν είχαν δούλευαν στα χτήματα των γαιοκτημόνων, είτε ως ενοικιαστές είτε ως εργάτες, με την ανάλογη εκμετάλλευση φυσικά από τους γαιοκτήμονες ή τα αφεντικά τους.


ζ) Το Βασιλίτσι από ψηλά.

Στα μέσα του περασμένου αιώνα τα σπίτια του χωριού ήταν χτισμένα στη ράχη ενός μικρού λόφου, που ξεκινούσαν από τον Άγιο Αντώνιο και ακολουθούσαν  την κατηφορική πορεία του προς Α. Στο μέσον περίπου του χωριού ο λόφος διακλαδίζεται σε δύο άλλους μικρότερους, ένας προς δεξιά και ένας προς αριστερά, λαμβάνοντας περίπου το σχήμα του γράμματος λάμδα (λ). Έτσι, βλέποντας το χωριό από ψηλά, αποκομίζεις την εικόνα χωριού χτισμένου πάνω σε τρεις λόφους. Με το πέρασμα, όμως, των δεκαετιών τα σπίτια αυξήθηκαν και η οικοδομημένη περιοχή επεκτάθηκε κυρίως προς τα νοτιοανατολικά. 


 2.  ΚΑΤΟΙΚΟΙ.

           Οι παλαιότατοι  κάτοικοι της Μεσσηνίας ήσαν Δωριείς.  με εξαίρεση τους κατοίκους των Κολωνίδων, οι οποίοι είχαν έλθει από την Αττική. Γράφει σχετικά ο Ιάκωβος Ραγκαβής: " Οι κά-τοικοι των Κολωνίδων έλεγον ότι δεν ήσαν Μεσσήνιοι, αλλ' ότι μετέφερεν αυτούς εκ της Ατ-τικής ο Κόλαινος οδηγηθείς εκ μαντεύματος υπό κορυδαλού εις την αποικίαν ταύτην, προϊόντος δε καιρού έμαθαν την διάλεκτον και τα ήθη των Δωριέων. Επί της θέσεως των Κολω-νίδων είναι ωκοδομημένη η ενεστώσα πόλις Κορώνη..." (βλ.ανωτέρω σελ. 554).
       Κατά τον Νικ. Παπαχατζή, όμως, οι Κολωνίδες "ήταν βερειότερα του Χαρακοπιού. Παλαιότερα αναζητούνταν στη θέση Καστέλια, στα νότια του ιερού του Απόλλωνα κορύθου ή Βουνάρια... Τώρα πιστεύεται πως ήταν μάλλον πολύ κοντά στο ναό, όχι μακριά από το λιμάνι των Καντιάνικων" (βλ. ανωτ. "Μεσσηνιακά-Ηλιακά" σελ.170). 
     Ανεξάρτητα, πάντως, από το αν οι Κολωνίδες βρίσκονταν  στη μία ή στην άλλη περιοχή, η εγ-γύτητα του Βασιλιτσίου προς το αρχαίο αυτό "πόλισμα", μπορεί, ίσως, να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι στις φλέβες κάποιων Βασιλιτσιωτών ενδεχομένως να ρέουν σταγόνες αίματος από το αίμα των αρ-χαίων εκείνων κατοίκων.
   Υποστηρίζεται ότι επί τουρκοκρατίας έγινε εγκατάσταση στο Βασιλίτσι  βοσκών ή άλλων κυνη-γημένων από τους Τούρκους  Ελλήνων από την Περιοχή της Αρκαδίας και της Ηπείρου (βλ. ανωτέρω Ν.Πασαγιώτη, Παν. Ντόκολα). Είναι πολύ πιθανή η μετεγκατάσταση αυτή, όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι κάποια σημερινά επώνυμα δεν απαντώνται στο χωριό το 1865 (βλ κατωτέρω παρ. 11), καθώς και από το γεγονός ότι τα δισύλλαβα επώνυμα με κατάληξη -ας έχουν, κυρίως, ηπειρώτικη προέλευση. Σε καμιά, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι η μετεγκατάσταση αυτή εί-χε τόσο ευρεία έκταση, όπως παρουσιάζεται από τους ανωτέρω συγγραφείς που τείνουν να υπο-στηρίζουν ότι όλες οι οικογένειες του χωριού έχουν καταφύγει σ’ αυτό στα νεώτερα χρόνια από άλλες περιοχές.
    Μια τέτοια άποψη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ιστορικά, δεδομένης της τοποθεσίας και της ιστορίας της περιοχής  (ενδοχώρα Κορώνης, περιοχή αρχαίου οικισμού Κολωνίδων, παλαιοί οικισμοί Φανερωμένης–Χαλασμάτων-Σέλιτσας, απογραφή Grimani κλπ). Άλλωστε, και μόνο το γεγονός ότι στα παράλια της περί το ακρωτήριο Ακρίτας περιοχής έχουμε εγκατάσταση κατοίκων από αρχαι-οτάτων χρόνων (Κορώνη, Μεθώνη, Κολωνίδες κλπ.), οδηγεί στη σκέψη ότι είναι απίθανο να μην έχουμε εγκατάσταση και στην ενδοχώρα, όταν μάλιστα η ενδοχώρα αυτή απέχει ελάχιστα από τους παραθαλάσσιους οικισμούς που αναφέραμε.


3. ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ.

    Σύμφωνα με απογραφή που πραγματοποίησαν οι Βενετοί σ' ολόκληρη την Πελοπόννησο το 1700 (γνωστή ως απογραφή Gri-mani), ο πληθυσμός του Βασιλιτσίου ανερχόταν σε 24 άτομα, 14 άνδρες και 10 γυναίκες (βλ. Βασ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας σελ. 263). Ο αριθμός αυτός των κατοίκων είναι μικρός (πιθανόν να μην συμπεριλαμβάνονται οι κάτοικοι των γύρω οικισμών) και θα πρέπει σε προγενέστερους αιώνες να ήταν πολύ μεγαλύτερος, γιατί, όπως αναφέρει ο ανωτέρω συγγραφέας, παραπέμποντας σε έρευνες Ελλήνων και ξένων επι-στημόνων, κατά τον 14ο αιώνα  και μεταγενέστερα υπήρξε δημογραφική κρίση στην Πελοπόννησο και, κυρίως, στα νότια παράλια της Μεσσηνίας. 
     Ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στη δημογραφική αυτή κρίση ήταν και η επιδημία της μαύρης πανώλης  που από το Φθινόπωρο του 1357 είχε προσβάλει θανατηφόρα ιδιαίτερα την πε-ριοχή Κορώνης και Μεθώνης. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δραστική μείωση του πληθυσμού. Τόση δε ήταν η έλλειψη εργατικών χεριών στην Κορώνη και στη Μεθώνη που οδήγησε στην κατακόρυφη ά-νοδο της ζήτησης και της τιμής των σκλάβων που προορίζονταν για εργατικές εργασίες. Η τιμή  τους εξ αιτίας της έλλειψης τετραπλασιάσθηκε. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πράξεις του συμβολαιογράφου Κορώνης Giovanni Bon από το Δεκέμβριο του 1372 έως το Σεπτέμβριο του 1374 αφορούν απο-κλειστικά πωλήσεις σκλάβων (βλ. ανωτέρω  Βασ. Παναγιωτόπου-λο, σελ.68).
   Μερικοί άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στη δημογραφική αυτή κρίση ήταν οι Φραγκοβυζαντινές συγκρούσεις, οι επιδρομές από Καταλανούς και Τούρκους πειρατές, η παρουσία Λατίνων τυχο-διοκτών, οι Αλβανοί μετανάστες που προκαλούσαν ληστρικές επιδρομές, οι φοβερές εκστρατείες των Οθωμανών κλπ. (βλ. αν. σ.33)
     Μεταγενέστερη μαρτυρία για τον πληθυσμό του Βασιλιτσίου έχουμε από τον Γάλλο περιηγητή Φρ. Πουκεβίλ, σύμφωνα με   τον οποίο ανερχόταν το 1816 σε 44 κατοίκους. Το 1844 ο πληθυ-σμός ανερχόταν σε 81 κατοίκους (βλ.Ι. Σταματάκη «Πίναξ χωρο-γραφικός της Ελλάδος-Αθήνα 1846). Το 1853 ο Αλεξ. Ραγκα-βής στο προαναφερθέν βιβλίο του γράφει για 25 οικογένειες και 129 κατοίκους (βλ.  σελ.576).  Το 1861 το Βασιλίτσι είχε 225 κατοίκους, το 1879 392 (βλ.Στατιστική Επετηρίς Ελλάδος 1892), το 1890 445 κατοίκους, το 1896  είχε 270 άρρενες και 246 θήλεις, ήτοι σύνολο 516 ( βλ.  και ανωτέρω Παν. Κουτσούκο, σελ. 81) και το 1907 572 κατοίκους (βλ. Μ.Χουλιαράκη "Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1829-1971" )     Από τα στοιχεία που έχουμε για την μετέπειτα εξέλιξη του πληθυσμού προκύπτει ότι το 1940 το χωριό είχε 1.010 κατοίκους, το 1951 1.007, το 1961 1013, το 1971 908, το 1991 640 και το 2001 488.

4. ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

       Το 1836 ο οικισμός Βασιλιτσίου υπήχθη στο νεοσύστατο τότε Δήμο Κολωνίδων, ο οποίος πήρε το όνομά του από τον αρχαίο οικισμό Κολωνίδων (βλ. ανωτέρω κεφ. 2). Το 1912 καταργείται ο Δήμος Κολλωνίδων, ενώ ταυτόχρονα συνιστάται Κοινότητα Βασιλιτσίου, με έδρα το Βασιλίτσι, στην οποία προσαρτήθηκαν και οι οικισμοί Μονής Χρυσοκελλαριάς και Λιβαδάκια (ΦΕΚ- 262Α΄/1912).
        Το 1940 αναγνωρίζεται ο οικισμός Μονή Φανερωμένης και προσαρτάται στην Κοινότητα Βασι-λιτσίου. Ταυτόχρονα καταργείται ο οικισμός Μονή Χρυσοκελλαριάς. Το 1951 ο οικισμός Μονή Φα-νερωμένης καταργείται. Το 1961 αναγνωρίζεται εκ νέου ο οικισμός Μονή Χρυσοκκελαριάς και προσαρτάται στην Κοινότητα Βασιλιτσίου. Τ0 1971 αναγνωρίζεται ο οικισμός Φανερωμένη και προσαρτάται στην Κοινότητα Βασιλιτσίου.Το ίδιο ισχύει και για τον οικισμό Άγιος Γεώργιος. Ο οικισμός Μονή Χρυσοκελλαριάς καταργείται. Το 2011 αναγνωρίζονται οι οικισμοί Κούκουρας και Λακκούλες.
     Οι διαδοχικές αναγνωρίσεις και καταργήσεις των οικισμών των μονών Χρυσοκελλαριάς και Φανερωμένης εξηγούνται από την ύπαρξη ή όχι μοναχών στις μονές αυτές κατά το χρόνο των διεξαγόμενων απογραφών.
     Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στην περιοχή υπήρχε και οικισμός Νήσος Αγανούσα (Βενέτικον), ο οποίος καταργήθηκε το 1845. Επρόκειτο ασφαλώς για οικισμό αποτελούμενο από βο-σκούς που προφανώς είχαν εγκαταλείψει το νησί και για το λόγο αυτό καταργήθηκε.  
        Ιδρυτικό έγγραφο για την κοινότητα Βασιλιτσίου δεν υπάρχει στο αρχείο της κοινότητας, όπως έγραψε στο Περιοδικό "Ακρίτας" το 1979 ο τότε Γραμματέας αυτής Αριστείδης Χριστόπουλος. "Υπάρχουν, όμως, (συνεχίζει) χρηματικά εντάλματα του 1914, στα οποία ονομάζεται «Κοινότης Βα-σιλιτσίου-Ακρίτας-Κολωνίδων".  Η σφραγίδα της ήταν στρογγυλή, στο κέντρο της εικονιζόταν μια πέρδικα και γύρω έγραφε "Κοινότης Ακρίτας".
      Εκλογές για την ανάδειξη του πρώτου Κοινοτικού Συμβουλίου  δεν είναι γνωστό πότε έγιναν. Πά-ντως, πρέπει να έγιναν στις αρχές του 1914, γιατί το αποτέλεσμά τους έχει επικυρωθεί με την 19/1914 πράξη του Ειρηνοδικείου Κορώνης και η ανάδειξη του πρώτου προέδρου έγινε παμψηφεί με την 1/1914 απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου. Πρώτος Πρόεδρος ήταν ο Ανδρέας Π. Γαϊ-τάνης και ορκίσθηκε στις 21.3.1914. Ο Πρόεδρος έπαιρνε τότε ως έξοδα παραστάσεως 150 δραχμές το χρόνο. Πρώτος Γραμ-ματέας της Κοινότητας διορίσθηκε με την 5/5-4-1914 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ο Ιωάννης Καρνάρος με μηνιαίο μισθό 15 δραχμές. Με την ίδια απόφαση είχε διορισθεί ως κλητήρας της Κοινότητας ο Παύλος Ν. Μάραντος με 10 δραχμές το μήνα (βλ. Αριστ. Χριστόπουλος, περιοδικό Ακρίτας τ. 5/1978, σελ.19).
Κατά τον παλιό Γραμματέα της Κοινότητας Παναγιώτη Β. Μάραντο, οι διατελέσαντες πρόεδροι της Κοινότητας από το 1912-1929 έχουν ως εξής: 1912-1913 Ανδρέας Π. Γαϊτάνης, 1913-1914 Δημήτριος Ν. Μάραντος, 1914-1916 Βασίλειος Λ. Λαμπρόπουλος, 1916-1917 Αθανάσιος Κ. Πετράκος, 1917-1922 Παναγιώτης Κ. Μάραντος, 1922-1923 Κωνσταντίνος Γ.Μπίζος, 1923-1924 Παύλος Α.Γαϊτάνης, 1924-1925 Δημήτριος Ν. Μάραντος, 1925-1926 Δημήτριος Ι. Μάραντος, 1926-1927 Λάμπρος Αργ. Μάραντος, 1927-1928 Αλέξανδρος Π. Γεωργαράκηςκαι 1928-1929 Παναγιώτης Β. Μάραντος (βλ. περιοδικό "Ακρίτας"τ. 8/1979).
  Όπως παρατηρεί κανείς, μεταξύ των Γραμματέων της Κοινότητας Αριστ. Χριστοπούλου και Πα-ναγιώτη Μάραντου υπάρχει  διαφοροποίηση όσον αφορά το χρόνο του πρώτου Προέδρου της Κοι-νότητας. Θεωρώ, επειδή  Αρ. Χριστόπουλος επικαλείται επίσημα στοιχεία, ότι πρέπει να δεχθούμε τα αναγραφόμενα από αυτόν ως πιο σωστά.  
     Το 1997 με το σχέδιο "Καποδίστριας" η κοινότητα Βασιλιτσίου και οι προσαρτημένοι σ’ αυτή οικισμοί υπάγονται στο Δήμο Κορώνης, ως Δημοτικό Διαμέρισμα Βασιλιτσίου (ν. 2539/1997). Το 2010 με το σχέδιο "Καλλικράτης" υπάγονται στο Δήμο Πύλου-Νέστορος, ως τοπική κοινότητα Βασιλιτσίου της Δημοτικής ενότητας Κορώνης.

5.   ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ.

Η γεωγραφική έκταση που περι-λαμβάνεται στα διοικητικά όρια της κοι-νότητας Βασιλιτσίου είναι μεγάλη. Η μορφολογία του εδάφους ποικίλλει. Περι-λαμβάνει εκτεταμένη ακτογραμμή, μι-κρούς κόλπους, μαγευτικές ακρογιαλιές, θαλασσινές σπηλιές, βουνό, λόφους, λα-γκαδιές, μικρές πεδινές εκτάσεις και απέ-ραντους ελαιώνες. Όλα αυτά συνθέτουν ένα πανέμορφο  ανάγλυφο που μαγεύει το βλέμμα, όπου κι αν βρίσκεσαι.
Νοτιοδυτικά, βόρεια και βορει-οδυτικά του χωριού υψώνονται τα μικρού ύψους βουνά Μαυροβούνι και Ζαρναού-ρα, καθώς και οι λόφοι Καβαρνός και Α-σφακόρραχη. Ανατολικά απλώνεται ο Μεσσηνιακός Κόλπος, ενώ νότια και νο-τιοανατολικά εκτείνεται το Λιβυκό και το Κρητικό Πέλαγος.

                                                                         
6. ΓΕΩΛΟΓΙΑ

 Η ευρύτερη περιοχή του Βασιλιτσίου ανήκει στη γεωτεκτονική ζώνη Πίνδου- Ολωνού (βλ. χάρτη από τη «Γενική Γεωλογία» της καθηγητρίας στο Ε.Μ. Π. Αλίκης Αλεξούλη- Λειβαδίτη).
Όπως προκύπτει από το χάρτη, η ζώ-νη αυτή εκτείνεται βόρεια προς την Αλβανία και νότια προς τα Τζουμέρκα όρη, τα Άγρα-φα, το Παναιτωλικό, τα όρη Ναυπακτίας και συνεχίζεται στην Πελοπόννησο (στις περιο-χές του Παναχαϊκού, του Ωλονού (Ευρύμαν-θου), της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας). Ε-πίσης η ζώνη αυτή εμφανίζεται και στην Κρήτη, Ρόδο, Κάρπαθο και Σύμη (βλ. πτυχιακή εργασία των Κυριακής Τσάφου και Ευαγγελίας Χατζηχρίστου του Πανεπιστη-μίου Πατρών με τίτλο «Τεχνικογεωλογικός χάρτης Πελοποννήσου» ).
Τα ιζηματογενή πετρώματα της γεω-τεκτονικής αυτής ζώνης είναι, κυρίως, ασβε-στολιθικά και κροκαλοπαγή (βλ. Δ. Κισκύρα: « Τα ιζηματογενή πετρώματα της Μεσση-νίας»). Τα εν λόγω πετρώματα προέρχονται από υλικά  προϋπαρχόντων πετρωμάτων, τα οποία κα-τεστράφησαν από διάφορες αιτίες και στη συνέχεια  συγκολλήθηκαν μεταξύ τους με φυσική ορυκτή κόλλα (ασβεστολιθικό ή πυριτικό υλικό κλπ.) .Στην περιοχή Βασιλιτσίου κροκαλοπαγή πετρώματα συναντάμε ιδιαίτερα στο Μαυροβούνι τα οποία προέρχονται από στρογγυλεμένους ή πολυγωνικούς λίθους συγκολλημένους μεταξύ τους.  
Στην περιοχή του ακρωτηρίου Ακρίτας, στο Καλαμάκι κ.α. τα πετρώματα διακρίνονται για τη σχιστότητά τους. Είναι δε σχιστότητα «μία τεκτονική παραμόρφωση των πετρωμάτων, υπό την επίδραση μεγάλων πιέσεων και θερμοκρασιών, κατά την οποία το πέτρωμα αποχωρίζεται σε λεπτά πλακίδια ή φύλλα» ( βλ. ανωτέρω Γενική Γεωλογία Αλίκης Αλεξούλη-Λειβαδίτη).
Η ιδέα της διασύνδεσης του Μαυροβουνίου με την Πίνδο επικρατεί από παλιά στους κα-τοίκους του Βασιλιτσίου. Τη συνδέουν, μάλιστα και με την παράδοση για το «σαραντάρβαλο κακάβι» και το θόρυβο του νερού που κατά την παράδοση ακουγόταν στα έγκατα του βουνού. Λένε , δηλαδή, ότι μέσα από το βουνό περνάει νερό που έρχεται από την Πίνδο και από αυτό άλλο πηγάζει στην περιοχή της Φανερωμένης και άλλο αναβλύζει μέσα από τη θάλασσα (βλ. σχετική παράδοση στο κεφάλαιο «Παραδόσεις».


 7.  ΠΑΝΙΔΑ.

α) Χερσαία Πανίδα.

Η πανίδα του Βασιλιτσίου είναι  η συνηθισμένη των ημιορεινών περιοχών της Νότιας Ελλάδος. Από άγρια θηλαστικά συναντάμε αλεπούδες, λαγούς, κουνάβια, νυφίτσες, ασβούς, σκαν-τζόχοιρους κλπ. Παλαιότερα υπήρχαν και αρκετά τσακάλια, αλλά τώρα έχουν απομείνει λίγα. Από πτηνά (ενδημικά ή αποδημητικά) συναντάμε κοτσύφια ,τσίχλες, κοκοράκια (τσαλαπετεινούς), πέρ-δικες, τρυγόνια, μπεκάτσες, κοκκινολαίμηδες, κοκκινονούρλες, σουσουράδες, καρακάξες, γεράκια, κοράκια, κορυδαλλούς, γκιώνηδες, σπουργίτια, καρδερίνες, κλπ. Από ερπετά συναντάμε την πελο-ποννησιακή γουστέρα (είδος σαύρας), και φίδια όπως η οχιά, η δεντρογαλιά, ο αστρίτης, ο τυφλίτης κλπ.
Επειδή το Βασιλίτσι είναι πέρασμα αποδημητικών πτηνών, θεωρείται σπουδαίος κυνηγότοπος και κάθε Σεπτέμβριο κυνηγοί από διάφορα μέρη της Ελλάδας φτάνουν εκεί και στήνουν καρτέρι στα πουλιά, κυρίως, ορτύκια και τρυγόνια. Τα τελευταία, βέβαια, χρόνια έχουν μειωθεί κατά πολύ τα θηράματα, αλλά παλαιότερα   η «συγκομιδή» για τους κυνηγούς ήταν σπουδαία. 
  
    β) Θαλάσσια πανίδα.

104_0457   Ενδιαφέρουσα είναι και η θαλάσσια πανίδα του Βα-σιλιτσίου. Στη θάλασσα που περιβάλλει το ακρωτήριο Ακρί-τας ενδημούν αρκετά είδη ψαριών, όπως μπαρμπούνια, λιθρίνια, μουρμούρες, ροφοί, κέφαλοι, μελανούρια, γόπες, μαρίδες, χταπόδια, πετρόψαρα κλπ. Όμως, και εδώ τα τελευ-ταία χρόνια παρατηρείται σημαντική μείωση των ψαριών, εξ αιτίας της αυξημένης αλιείας, στην οποία πρέπει να συνυπολογιστεί και η παράνομη, από πλευράς χρόνου και μέσων.

 8.   ΧΛΩΡΙΔΑ.

        Λόγω του ήπιου κλίματος, η χλωρίδα του Βασιλιτσίου θεωρείται από τις πιο πλούσιες της Ελλάδος. Συναντά κανείς εκεί πολλά καλλιεργήσιμα φυτά: όπως ελιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, αχλαδιές, συκές, μουσμουλιές, μουριές, μπανανιές κλπ. Από την άγρια βλάστηση, που είναι, κυρίως, χαμηλή, συναντά κανείς σκίνα, κουμαριές, σφάλαχτρα, σπάρτα, γλατζινιές, πουρνάρια, βάτα, χαρουπιές, σφενταμιές, κοκορέτσες, ρείκια, σμυρτιές, πικροδάφνες, φραγκοσυκιές κλπ. Εκεί, όμως, που ο πλούτος της χλωρίδας εντυπωσιάζει είναι το πλήθος των αγριολούλουδων. 



Μια βόλτα την άνοιξη στις καλλιεργημένες και, κυρίως, στις ακαλλιέργητες περιοχές του χω-ριού, είναι αρκετή να πείσει και τον πιο δύσπιστο περί του λόγου το αληθές. Είναι κρίμα δε που δεν έχει γίνει μέχρι τώρα μια λεπτομερής κατα-γραφή των λουλουδιών αυτών.                                  
  Στο Μαυροβούνι (Βουνί, κατά την τοπική λαλιά) φύονται γευστικότατα άγρια μα-νιτάρια (κουμαρίτια, ορνιθίτια, γουργουλιάνες κλπ), τα οποία αποτελούν εκλεκτή τροφή για τους ντόπιους .

 Επίσης στις όχθες των ποταμών (ξεροπόταμων με νερό μόνο το χειμώνα) και των ρυακιών μπορεί κανείς να μαζέψει σπαράγγια και οβριές. 

9.    ΥΠΕΔΑΦΟΣ

      Στο υπέδαφος του Βασιλιτσίου και συγκεκριμένα στην περιοχή Ματαργιάδα υπάρχουν κοιτάσματα Μαγγανίου. Τελευταία εξόρυξη του ορυκτού αυτού άρχισε να γίνεται στη δεκαετία του 1950. Σύντομα, όμως, η εξόρυξη σταμάτησε, κατ’ άλλους, γιατί η τιμή του μεταλλεύματος έπεσε ξαφνικά και η εξόρυξη δεν ήταν  πλέον συμφέρουσα και, κατ’ άλλους, γιατί η ποσότητα του μαγ-γανίου που έκρυβε το υπέδαφος δεν ήταν ικανοποιητική.

10. ΚΛΙΜΑ

         Λόγω της γεωγραφικής θέσης του χωριού και της γειτνίασής του με τη θάλασσα το κλίμα είναι ήπιο, ευχάριστο και υγιεινό. Δεν κάνει πολύ κρύο το χειμώνα ούτε πολλή ζέστη το καλοκαίρι. Χιονίζει σπάνια και σπάνια εκδηλώνεται παγετός. Η υγρασία, με εξαίρεση ορισμένες ημέρες του χρόνου, κυμαίνεται σε χαμηλούς βαθμούς της υγρομετρικής κλίμακας, γι’ αυτό και το κλίμα είναι ξη-ρό, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.
         Από την άλλη οι βροχές είναι περιορισμένες, σε σύγκριση με τις βροχές που πέφτουν στις γύρω περιοχές, γι αυτό και τα υπόγεια ύδατα είναι λίγα. Οι νεφώσεις είναι κι αυτές περιορισμένες και παρατηρούνται κυρίως κατά τους μήνες Δεκέμβριο-Μάρτιο, οπότε έχουμε και τις περισσότερες βροχές. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες εκδηλώνονται ενίοτε παροδικές βροχές τον Αύγουστο. Παροδικές βροχές εκδηλώνονται και τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, αλλά όχι κάθε χρόνο. Οι βροχές στους μήνες Αύγουστο-Σεπτέμβριο είναι εξαιρετικά ευεργετικές για τους κατοίκους του χωριού,  γιατί βοηθούν στην ελαιοπαραγωγή. Αν δεν βρέξει, οι καρποί της ελιάς μένουν στεγνοί και το λάδι που παράγουν είναι ελάχιστο.
    Οι άνεμοι παρουσιάζουν σχετικά μικρές εντάσεις και είναι, κυρίως, τους μεν χειμερινούς μήνες βόρειοι-βορειοδυτικοί τους δε καλοκαιρινούς νότιοι-νοτιοδυτικοί (θαλάσσιες αύρες).


11.    ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.

       Η οικονομία του Βασιλιτσίου στηρίζεται, κυρίως, στην ελαιοπαραγωγή, χάρη

στους απέραντους ελαιώνες που διαθέτει. Το παραγόμενο λάδι από κορωναίικες ελιές θεωρεί-ται από τα καλύτερα της Χώρας. Δυστυχώς, η έλλειψη μονάδας τυποποίησης ελαιολάδου στην περιοχή οδηγεί τους παραγωγούς να το διαθέ-τουν χύμα στους εμπόρους σε πολύ χαμηλή τιμή, οι οποίοι το μεταπωλούν σε Ιταλούς που το πα-ρουσιάζουν στη διεθνή αγορά ως ιταλικό ελαιόλαδο.
 Άλλα προϊόντα είναι οι βρώσιμες ελιές Καλαμών και η κορινθιακή σταφίδα.

    Παλαιότερα η κορινθιακή σταφίδα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία του χωριού και εκαλλιεργείτο σε μεγάλη έκταση, κυρί-ως, σε χτήματα που οι Βασιλιτσιώτες είχαν αγοράσει από τους Κορωναίους. Η σημαντική, όμως, πτώση της τιμής της οδήγησε σιγά-σιγά τους κατοίκους να την εγκαταλείψουν και σήμερα λίγοι είναι εκείνοι που ασχολούνται με την καλλιέργεια αυτή.
         Άλλος παράγων που παίζει ρόλο στην οικονομία του χωριού, όχι όμως σημαντικό, είναι η κτηνοτροφία.
Παλαιότερα οι κάτοικοι ασχολού-νταν και με την καλλιέργεια σιταριού, που πλέον έχει σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια.
     Αξίζει να αναφερθεί ότι οι κάτοικοι του χωριού είναι στην μεγάλη τους πλει-οψηφία μεγάλης ηλικίας και έτσι κύριος σε πολλούς ή αποκλειστικός σε άλλους οικονομικός πόρος είναι η σύνταξη του ΟΓΑ. Ακολουθεί και το Βασιλίτσι τη μοίρα των περισσότερων χωριών της χώρας, την ερήμωσή τους δηλ. από ντόπιους κατοίκους. Λίγοι είναι οι νέοι που έχουν απομείνει στο χωριό, οι περισσότεροι έχουν φύγει για την Αθήνα και άλλες μεγάλες πόλεις. Τους οδήγησε στην απόφαση τους αυτή η εξευτελιστική τιμή των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων και η αναζήτηση πιο εύκολης και καλλίτερης ζωής. Όσοι δε έχουν απομείνει  ασχολούνται με τις οικοδομικές εργασίες και τον τουρισμό. Λόγω της κρίσιμης, όμως, κατάστασης που διέρχεται η χώρα μας η ανεύρεση εργασίας είναι πλέον πολύ δύσκολη.


12. ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

α) Ιστορικά περιστατικά.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Βασιλίτσι ήταν έδρα Τούρκου Αγά. Στην επανάσταση του 1821, μεταξύ άλλων,  έλαβαν μέρος στον αγώνα, κατά τον Παναγιώτη Κουτσούκο και οι: «Α. Μπουζαλάς και Αντώνιος Μπούτσης, ο οποίος ανέβη εις το φρούριον (σημ. σύντ: της Κορώνης) την 28-2-1823, επολέμησεν και μετά την αποτυχίαν της αλώσεως (σημ. συντ: του φρουρίου), επειδή εγνώριζε καλά την τουρκικήν γλώσσαν, ανεμείχθη μετά των Τούρκων και εσώθη. Βραδύτερον εστά-λη από τον Μπέη ως ταχυδρόμος εις την Τρίπολιν. Έμεινε εκεί ολίγας ημέρας και κατόπιν εστάλη ως ταχυδρόμος εις Κορώνην. Εις τα έγγραφα που έφερεν, ένα διέτασσε να απαγχονισθή και απηγχονίσθη στις Αμυγδαλιές, άνωθεν του σημερινού Γυμνασίου Κορώνης» (βλ.Ιστορία, παραδόσεις και θρύλοι της Κορώνης και των πέριξ σελ.82).
Επίσης, κατά τον ίδιο συγγραφέα, σε ενέδρα των Αράβων του Ιμπραήμ το καλοκαίρι του 1825 συνελήφθη ο Δημητράκης Γεωργόπουλος και οδηγήθηκε τελικά στην Αίγυπτο, όπου έμεινε σκλάβος επί εννιά χρόνια. Δραπέτευσε από την Αίγυπτο με τη βοήθεια Γάλλου πλοιάρχου, ό οποίος τον απο-βίβασε στο Ναύπλιο και από εκεί με τα πόδια  ήλθε στο Βασιλίτσι , όπου οι συγχωριανοί του, λόγω της προηγηθείσας σκλαβιάς του, του προσέδωσαν το παρατσούκλι «Σκλάβος».
Η περιοχή του Βασιλιτσίου, όπως και όλη η νότια Μεσσηνία, υπέστη τεράστια καταστροφή από τη μεγάλη πυρκαγιά του Ιμπραήμ, στην προσπάθειά του να καταπνίξει την επανάσταση των Ελ-λήνων.

β) Ο Ηλίας Λυμπέρης.

Ένας από τους Βασιλιτσιώτες που είχαν αναπτύξει έντονη δραστηριότητα εναντίον των Τούρκων ήταν ο Ηλίας ή Λιάκος Λυμπέρης ή Λυμπερόπουλος. Γύρω από το άτομό του έχουν δια-σωθεί διάφορες ιστορίες
Ο δισέγγονός του Νικολαος Ηλ. Λυμπέρης στο βιβλίο του «Ποιήματα-Διδάγματα –Ιστορίες» (Βασιλίτσι 2011 σελ.83) γράφει, μεταξύ άλλων, γι’ αυτόν ότι μαζί με άλλους «μια βραδιά απο-φάσισαν να κατέβουν από το βουνό στην Κορώνη…για να σκοτώσουν Τούρκους και να τους πάρουν τα όπλα τους… Εκεί σκότωσαν πολλούς Τούρκους και πήραν πολλά όπλα, όμως σκοτώθηκαν και πολλοί Έλληνες.
Σε αντίποινα, τότε, οι Τούρκοι έστησαν μία παγίδα στους Ραγιάδες. Συγκεκριμένα έβαλαν έ-ναν Τούρκο με το άλογό του επάνω στη ράχη της τοποθεσίας «Μπαλκοσιά» ….., ο οποίος προ-σποιόταν ότι έβοσκε (το άλογό του) και οι υπόλοιποι με τα άλογά τους είχαν κρυφτεί στη χούνη,  στου «Κωτάκη», στου Διαδόχου τη σταφίδα (όπως το λέμε σήμερα). Όταν είδε τον Τούρκο η κλεφτουριά από το βουνό ξεκίνησαν να τον σκοτώσουν και να του πάρουν τα όπλα. Όμως έπεσαν στην παγίδα των Τούρκων και προτού τον πλησιάσουν φώναξε το σύνθημά τους και πετάχτηκαν οι καβαλάρηδες από τη χούνη και τους πήραν φαλάγγι.
Οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή για να γλυτώσουν. Όταν οι Τούρκοι τους πλησίαζαν για να τους πάρουν τα κεφάλια με τα σπαθιά τους, οι Έλληνες κοντοστέκονταν και τους σημάδευαν με τα καριοφίλια. Τότε ο Τούρκος πηδούσε από το άλογο για να γλυτώσει και οι Έλληνες έβρισκαν την ευ-καιρία, μέχρι να ξανανέβει στο άλογο, να πάρουν δρόμο… Στη Λαγκάδα οι Τούρκοι τραυμάτισαν δύο Μαραντογιαννακαίους, οι οποίοι τρύπωσαν στα βάτα για να γλυτώσουν. Όμως οι Τούρκοι τους βρή-καν και τους έκαψαν ζωντανούς. Σ’ αυτή τη συμπλοκή ο Λιάκος, κυνηγημένος από τους Τούρκους, έφτασε στους πρόποδες του βουνού, στη θέση που σήμερα λέγεται «Ζαρογιάννη». Εκεί το πόδι του μπερδεύτηκε σε κάποιο θάμνο και ο Τούρκος καβαλάρης τον έφτασε και ήταν έτοιμος να τον αποκεφαλίσει  με το γιαταγάνι του. Εκείνη τη στιγμή ο Τούρκος θαυμάζοντας την ομορφιά και τη λεβεντιά του Λιάκου, κοντοστάθηκε, κατέβασε το γιαταγάνι του και του είπε: «Δε σε χαλάω, ορέ Ρωμιέ. Θα σε πάω πεσκέσι στον αρχηγό μας». Κατεβαίνοντας, όμως, από το άλογο ο Τούρκος για να τον δέσει με σκοινί , ο Λιάκος βρήκε την ευκαιρία να το βάλει και πάλι στα πόδια. Μέχρι να ξανα-νέβει ο Τούρκος στο άλογο, ο Λιάκος είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει στο βουνό, εκεί που το άλογο του Τούρκου δεν μπορούσε να τον φτάσει και έτσι γλύτωσε».
Κάπως διαφορετικά παρουσιάζει το περιστατικό αυτό ο Βασ. Σ. Κατσούλιας σε κείμενό του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ακρίτας» του Συλλόγου Βασιλιτσιωτών «Ο Χρυσόστομος» (τ.25/1982). Γράφει συγκεκριμένα: 
«Στη θέση Κωτάκη γίνονταν πολλά ασπροχόρτια και οι Οθωμανοί του Ιμπραήμ τα μάζευαν και τα αποθήκευαν στην Κορώνη για να ταΐζουν τα άλογά τους. Από τη θέση Ρούσσα Λιθάρια είδε η ομάδα των δικών μας κάποιους Τούρκους να μαζεύουν ασπροχόρτια και έναν απ’ αυτούς να κάθεται παρατηρητής πάνω σε μια πέτρα. Ο Λιάς ο Λυμπέρης, ο αρχηγός της ομάδας, που ήταν ευκίνητος και γρήγορος στα πόδια, σκέφτηκε να του πάρει το κεφάλι. Είπε στους δικούς του να παρακολουθούν και να τον περιμένουν στο βουνό, τον Κούκουρα, αν δουν πως δεν πετυχαίνει η προσπάθειά του, και σύρθηκε με την κοιλιά για να φτάσει να πάρει το κεφάλι του Τούρκου. Έγινε, όμως, αντιληπτός και εκδιώχθηκε από τους Τούρκους ιππείς. Στη θέση Λαγκάδα έφτασε την ομάδα του, αλλά τους πρόφθασαν και οι Τούρκοι. Στη συμπλοκή που επακολούθησε σκοτώθηκε ο Δημήτρης Μάραντος και τραυματίσθηκε ένας Τούρκος Καβαλάρης. Ο αδερφός του δικού μας σκοτωμένου Κώστας Μά-ραντος λιποθύμησε βλέποντας νεκρό το Δημήτρη, ενώ οι άλλοι τράβηξαν για το βουνό κατα-διωκόμενοι από τους Τούρκους καβαλαραίους που τους καθυστέρησε στη Μεγαλαπιδιά μονο-μαχώντας ο Λιάς ο Λυμπέρης για να τους δώσει καιρό να ξεφύγουν. Οι δικοί μας ανέβηκαν στο βου-νό και γλύτωσαν και οι Τούρκοι γύρισαν στον τόπο της συμπλοκής για να πάρουν τον πληγωμένο τους. Εκείνος, όμως, τους είπε ότι ο άλλος από τους δικούς μας, ο Κώστας ο Μάραντος, συνήλθε και σύρθηκε ως τη βατουλιά που βρισκόταν πιο πέρα, στη θέση Μπιζέικα κι εκεί βρήκε τραγικό θάνατο. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στη βατουλιά και τον έκαψαν ζωντανό. Έτσι προστέθηκε το όνομά του κο-ντά στα άλλα ονόματα του τόπου μας στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας μας, ανάμεσα στα οποία θυμούνταν οι παλαιότεροι τα ονόματα του Αντώνη Μπούτση και του Κουτσιαμάνη που τον έλεγαν Παναγιώτη…».
Ο Λιάκος Λυμπέρης διετέλεσε, σύμφωνα με τον Νίκο Λυμπέρη, και υπό τις διαταγές του Παπαφλέσσα. Γράφει ο Νικ. Λυμπέρης στο προαναφερθέν βιβλίο του ότι πριν από τη μάχη στο Μα-νιάκι ο Παπαφλέσσας τον κάλεσε ιδιαιτέρως και του είπε; «Λιάκο, εγώ θα θυσιαστώ… εσύ πρέπει να φύγεις, διότι έχεις ικανότητες να προσφέρεις πολλά στην πατρίδα. Πάρε, λοιπόν, όσους θελήσουν να σε ακολουθήσουν και φύγετε για να πολεμήσετε για τη λευτεριά της πατρίδας μας». Ύστερα ο Πα-παφλέσσας γύρισε στους άλλους και τους είπε: «Παιδιά όσοι μείνουμε εδώ σίγουρα θα σκοτωθούμε, γι’ αυτό όσοι θέλετε φύγετε μαζί με το Λιάκο, για να προσφέρετε περισσότερα για τη την ελευθερία της πατρίδας μας». Τότε έφυγαν πολλοί και όσοι έμειναν σκοτώθηκαν».

γ) Οικονομική ενίσχυση του αγώνα.

Στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας διαβάζουμε ότι το Βασιλίτσι στις 24 Μαΐου του 1822 πρόσφερε για τις ανάγκες του Αγώνα 125 γρόσια, μετά από πώληση στον Ελευθέριο Φρα-γκούλη της δεκάτης, δηλαδή του 10% του αγροτικού εισοδήματος τους. Επίσης 4 Ιουνίου του ίδιου έτους πρόσφεραν άλλα 235 γρόσια μετά από πώληση του τρίτου σε διαφόρους (βλ. Αρχ. Ελλ. Παλ. τόμος 15γ, σελ 55 και 57 αντίστοιχα).

13. ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ.

     Στον πόλεμο της Μικράς Ασίας αρκετοί ήσαν οι Βασιλιτσιώτες που έλαβαν μέρος, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του γράφοντος Γεώργιος Ι. Γούλας.
     Πέραν, όμως, αυτών το Βασιλίτσι αποδείχθηκε και φιλόξενος τόπος για αρκετούς πρόσφυγες από το Καρακαβούζ της Ηρά-κλειας της Ποντικής (Ποντοηράκλειας) μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Οι κάτοικοι του χωριού αγκάλιασαν με αγάπη τους δυστυχισμένους και καταταλαιπωρημένους αδελ-φούς μας και προσπάθησαν, όσο μπορούσε ο καθένας τους, να απαλύνουν τον πόνο και τη δυστυχία τους.
     Η συμπεριφορά των Βασιλιτσιωτών ήταν πολλή καλή απέναντι στους πρόσφυγες, και γι’ αυτό όταν αυτοί εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Μακεδονία (περιοχή Ν. Κιλκίς) το νέο χωριό τους το ονό-μασαν προσωρινά Βασιλίτσα προς τιμή των κατοίκων του Βασιλιτσίου που τους φιλοξένησαν τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς τους. Αργότερα, όταν ζήτησαν από το Υπουργείο Εσωτερικών να ανα-γνωρισθεί επίσημα το χωριό τους ως κοινότητα, μεταξύ των ονομάτων που πρότειναν να δοθεί στην κοινότητά τους ήταν και το όνομα Βασιλίτσι (τα άλλα δύο ήταν το Ερεσερλί, όπως ονόμαζαν οι Τούρκοι την Ποντοηράκλεια και Ποντοηράκλεια).  Το Υπουργείο έκανε αποδεκτό το όνομα Ποντο-ηράκλεια.
       Με τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη μετεγκατάστασή τους από το Βασιλίτσι στην Ποντο-ηράκλεια οι (πρόσφυγες) κάτοικοι της Ποντοηράκλειας πραγματοποίησαν εορταστικές εκδηλώσεις, οι οποίες, μεταξύ άλλων, περιελάμβαναν επίσκεψη κατοίκων του Βασιλιτσίου στην Ποντοηράκλεια, ύστερα από πρόσκληση της Ποντοηράκλειας και αντίστοιχη επίσκεψη Κατοίκων της Ποντοηράκλειας στο Βασιλίτσι.. Κατά την ανταλλαγή των επισκέψεων αυτών είχαμε και το ευχάριστο γεγονός της γνωριμίας του, τότε προέδρου της Κοινότητος Βασιλιτσίου, Παναγιώτη Τομαροπανάγου με το δρα-στήριο μέλος του συλλόγου Ποντοηρακλειωτών Ρούλα Κωνσταντινίδου, η οποία γνωριμία κατέληξε σε γάμο. Από τότε η κ. Ρούλα έχει ξαναφέρει ποντιακό αέρα στο Βασιλίτσι.
 
14. ΚΑΤΟΧΗ – ΕΜΦΥΛΙΟΣ.

     Το Βασιλίτσι υπήρξε ένα από τα πολύπαθα χωριά της πατρίδας μας, κυρίως, από χέρια ελληνικά και όπλα που κρατούσαν επίσης χέρια ελληνικά. Ορισμένοι έχουν ασχοληθεί με τα γεγονότα της συμφοράς, περιγράφοντάς τα, ως επί το πλείστον, με βάση τις δικές τους ιδεοληψίες. Δεν θα ασχο-ληθώ με την περίοδο αυτή. Ο χρόνος για μια αντικειμενική εξιστόρηση των γεγονότων δεν έχει έλθει ακόμη. Δεν ξέρω, μάλιστα,  αν έλθει ποτέ και αν βρεθεί εκείνος που θα έχει τη γνώση, τις ικανότητες και τη θέληση για μια τέτοια εξιστόρηση.



15. ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ 1865.

Χρήσιμα στοιχεία για τους κατοίκους του χωριού αντλούμε από τον εκλογικό κατάλογο του 1865, που τηρείται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Στον εν λόγω κατάλογο ήταν εγγεγραμμένοι οι εξής Βασιλιτσιώτες:
1)Ανδρέας Κ. Μάραντος, ετών 39, 2)Αναστάσιος Ι. Μάραντος, ετών 33, 3)Ανδρέας Ι. Μάραντος, ετών 28 4)Αργύρης Ι. Μάραντος, ετών 27, 5) Αθανάσιος Αναστ. Μάραντος, ετών27, 6)Αθανάσιος Ηλ. Λιμπερόπουλος, ετών 21, 7)Αθανάσιος Π. Γαϊτάνης, ετών 25, 8) Βασίλειος Κ. Γαϊτάνης, ετών 55, 9)Βασίλειος Χρ. Λυμπερόπουλος, ετών 21, 10) Γεώργιος Ι. Μάραντος, ετών 32, 11) Γεώργιος Ελ. Γαλανόπουλος, ετών27,  12) Γεώργιος Ι. Γούλας, ετών 30, 13) Γεώργιος Χρ. Λαμπρόπουλος, ετών 26, 14) Γεώργιος Αν. Μάραντος, ετών 30, 15) Γεώργιος Δ. Γεωργόπουλος ετών 28, 16) Δημήτριος Λ. Λαμπρόπουλος, ετών 50, 17) Δημήτριος Γ. Γεωργόπουλος, ετών 52, 18) Δημήτριος Ι. Μάραντος, ετών 30, 19) Δράκος Δ. Κράνιας, ετών 32, 20) Δημήτριος Χρ. Λαμπρόπουλος, ετών 30, 21) Δημήτριος Θ. Λαμπρόπουλος, ετών 30, 22) Διονύσιος Δρ. Κράνιας, ετών 25, 23) Δημήτριος Δρ. Κράνιας, ετών 35, 24) Ευστάθιος Ανδρ. Μάραντος, ετών 28, 25) Ηλίας Λυμπ. Λυμπερόπουλος, ετών 50, 26)Ηλίας Ελ. Γαλανόπουλος, ετών 28, 27)Ηλίας Β. Γαϊτάνης, ετών 24, 28) Θεόδωρος Λ. Λαμπρόπουλος, ετών 40, 29) Θεόδωρος Κ. Κουτζαϊμάνης, ετών 75, 30) Θεόδωρος Ι. Μάραντος, ετών 29, 31) Θεόδωρος Ι. Γούλας, ετών 40, 32) Ιωάννης Ανδρ. Μάραντος, ετών 50, 33) Ιωάννης Λυμπ. Λυμπερόπουλος, ετών 40, 34) Ιωάννης Θ. Γούλας, ετών 60, 35) Ιωάννης Ν. Σιψάς, ετών 40, 36) Ιωάννης Αν. Μάραντος, ετών 29, 37) Ιωάννης Δρ. Κράνιας, ετών 27, 38) Ιωάννης Θ. Γούλας, ετών 21, 39) Ιωάννης Σπ. Κουβελόπουλος, ετών 25, 40) Κωνσταντίνος Δ. Κράνιας, ετών  22, 41) Κωνσταντίνος Β. Γαϊτάνης, ετών 30, 42) Κωνσταντίνος Θ. Λαμπρόπουλος, ετών 30, 43) Κωνσταντίνος Σπ. Κουβελόπουλος, ετών 27, 44) Λάμπρος Δ. Λαμπρόπουλος, ετών 30, 45) Νικόλαος Χρ. Λαμπρόπουλος, ετών 30, 46) Νικόλαος Ηλ. Λυμπερόπουλος, ετών 28, 47) Πανάγος Λυμπέρη Φράγγος, ετών 42, 48) Πανάγος Κ. Γαϊτάνης, ετών32, 49) Παναγιώτης Θ Κουτζαϊμάνης ετών27, 50) Παύλος Αν. Μάραντος, ετών 21, 51) Πέτρος Ι. Μάραντος,ετών 22, 52) Παναγιώτης Κ Μπούτσης, ετών 22, 53) Πανάγος Β. Γαϊτάνης, ετών 26, 54) Σωτήριος Δ. Λαμπρόπουλος, ετών 32, 55) Σπύρος Ι. Φωτογιαννόπουλος, ετών 50, 56) Σπύρος Στ. Αργυρόπουλος, ετών 25, 57) Τριαντάφυλλος Ελευθ. Γαλανόπουλος ,ετών 23, 58) Χρίστος Γ. Λαμπρόπουλος, ετών 65, 59) Χρ. Γ. Αργυρόπουλος, ετων 65 και 60) Χρίστος Κ. Μπούτσης, ετών 28 (βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Εκλογικά Συλλογής Βλαχογιάννη)
    Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτουν ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις: 
      α) δεν περιλαμβάνονται γυναίκες ψηφοφόροι, για το λόγο φυσικά ότι δεν είχαν τότε δικαίωμα ψήφου,
          β) η μέση ηλικία των ανδρών ψηφοφόρων ήταν 33 έτη, 
        γ) οι οικογένειες που υπήρχαν την εποχή εκείνη στο χωριό είχαν τα επώνυμα Μάραντος, Λυμπερόπουλος, Γαϊτάνης, Γαλανόπουλος, Γούλας, Λαμπρόπουλος, Γεωργόπουλος, Κράνιας, Κοτζαϊμάνης, Σιψάς, Κουβελόπουλος,  Φράγγος, Μπούτσης, Φωτογιαννόπουλος. 
        δ) απουσιάζουν οικογένειες με τα επώνυμα Χριστόπουλος, Τομαράς, Μπίζος κλπ., οι οποίες φαίνεται πως εγκαταστάθηκαν στο χωριό σε μεταγενέστερους χρόνους.Για το επώνυμο Χριστό-πουλος η παράδοση θέλει (με ισχυρά επιχειρήματα) να προήλθε από το επώνυμο Γεωργόπουλος και συγκεκριμένα από κάποιον Χρίστο Γεωργόπουλο, το κύριο όνομα του οποίου (Χρίστος) έγινε επώνυμο για τα παιδιά του με την προσθήκη της κατάληξης –οπουλος. Επομένως και οι οικογένειες με το συγκεκριμένο επώνυμο έλκουν την καταγωγή τους από οικογένειες που υπήρχαν από παλιά στο χωριό
       ε) έχουν εκλείψει αρκετά επώνυμα, όπως Γαλανόπουλος, Φωτογιαννόπουλος, Κουβελόπουλος. 
       στ) υπήρχαν τρία άτομα 60 ετών και άνω (εκ των οποίων ένας 75), για τον προφανή λόγο ότι τότε πέθαιναν νωρίς.

16. ΕΞΕΧΟΥΣΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ

 α) Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος (αρχιμανδρίτης-ιεραπόστολος).

          Γεννήθηκε στο Βασιλίτσι το 1903. Ο πατέρας του λεγόταν Χρί-στος και η μητέρα του Σταυρούλα. Ήταν το έβδομο παιδί της οικογέ-νειας. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από το Ροϊνό της Αρκαδίας και εγκαταστάθηκε στο Βασιλίτσι ως κτηνοτρόφος μαζί με άλλους συγχω-ριανούς του περί το 1870. 
     Σε ηλικία 10 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και αναγκάζεται να διακόψει το σχολείο, προκειμένου να ασχοληθεί ως βοσκός. Όταν έγι-νε 15 ετών καταφεύγει στο μοναστήρι της Κορώνης, με σκοπό να γίνει μοναχός. Για να γλυτώσει από τις πιέσεις των δικών του που του ζη-τούσαν να εγκαταλείψει το μοναχικό βίο και να γυρίσει στο σπίτι πη-γαίνει στην Καλαμάτα και εγκαθίσταται στο μοναστήρι του Πανα-γουλάκη.---- Υπηρέτησε την Πατρίδα ως κληρωτός το 1923 και το 1926 χειροτονείται πρεσβύτερος. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες, από τη θέση του Πρωτοσύγκελλου της Ιεράς Μητρόπολης Εδέσσης και Πέλλης, για την ανακούφιση και τη βοήθεια των καταδυναστευομένων Ελλήνων.
    Ακολούθησαν μεταθέσεις του στην Κοζάνη, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, όπου εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αφού εν τω μεταξύ είχε τελειώσει το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Κοζάνης. Το 1958, σε ηλικία 55 ετών παίρνει το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής και το 1960, σε ηλικία 57ετών, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να μεταβεί στην Αφρική για να κηρύξει την ορθοδοξία.
        Η ιεραποστολή τα χρόνια εκείνα ήταν μια εντολή ξεχασμένη από πολλούς και μέσα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και από τη Διοίκηση της. Στην απόφασή του αυτή πολλοί τον αποθάρρυναν και πολλοί του δημιούργησαν πολλά προσκόμματα. Ως και τη μισθοδοσία του έκοψαν. Όμως, εκείνος, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και το βεβαρυμμένο της υγείας του, δεν εδίστασε και τον ίδιο χρόνο μεταβαίνει στην Ουγκάντα, όπου αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο. Με τη βοήθεια της αγγλικής γλώσσας και της γλώσσας σουαχίλι που σιγά-σιγά μαθαίνει κατηχεί στην ορθόδοξη πίστη πολλούς Ιθαγενείς και τους βαφτίζει. Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή παίρνει σάρκα και οστά!
        Μετά την Ουγκάντα, μεταβαίνει στην Κένυα, στην Τανζανία και στο Κονγκό, συνεχίζοντας την ιεραποστολική του δράση. Κι εδώ κατηχεί και βαφτίζει, ενώ παράλληλα φροντίζει για την κατασκευή πρόχειρων ναών.
    Στις 29 Δεκεμβρίου 1972 απεβίωσε σε νοσοκομείο της Κατάγκα, μετά από προηγηθείσα ακα-τάσχετη ρινορραγία, και ετάφη στη χώρα που τόσο αγάπησε.    Η προσφορά του στην Ορθοδοξία είναι τεράστια, γιατί ξεκίνησε μόνος του ένα μεγάλο έργο και αφύπνισε τις κοιμισμένες συνειδήσεις των ορθοδόξων χριστιανών. Σήμερα η Ορθόδοξη ιεραποστολή έχει απλωθεί σ' όλο τον κόσμο και αυτό χάρη στον πρωτοπόρο ιεραπόστολο Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο. 
     Μετά το θάνατό του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ η Ακαδημία Αθηνών το Δεκέμβριο του 1987 σε πανηγυρική της συνεδρίαση του απένειμε το αργυρούν μετάλλιο, διότι «επί δώδεκα έτη αόκνως υπέρ της ορθοδόξου πίστεως εν Αφρική εργα-σθείς, τον βίον ετελεύτησε εν τη ασκήσει των καθηκόντων του, άξιος λειτουργός της εκκλησίας αναδειχθείς». 
     Προς τιμήν του αειμνήστου π. Χρυσοστόμου δόθηκε το όνομά του («π. Χρυσόστομος Παπασσαραντόπυλος») και στο δη-μοτικό σχολείο που ιδρύθηκε στην πόλη Κασανγκούλου του Κονγκό με μέριμνα της Ιεράς Μητροπόλης Πενταπόλεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και  στο οποίο φοιτούν 180 μα-θητές. 
Στο χωριό που γεννήθηκε και στην πλατεία του Αγίου Βασι-λείου (απέναντι από το πατρικό του σπίτι το οποίο δεν υπάρχει πια) στήθηκε το 1985 η προτομή του αειμνήστου π. Χρυσο-στόμου ως ένδειξη τιμής προς το πρόσωπό του αφενός και ως φωτεινό παράδειγμα ανθρώπου που με αυταπάρνηση και θυσίες έκανε πράξη την εντολή του Χριστού «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…» αφετέρου. Η προτομή του είναι στραμμένη προς την Αφρική και αποτελεί σύνθεση με δύο Αφρικανόπουλα, υπενθυμίζοντας έτσι το τεράστιο ιεραποστολικό του έργο. Την πρωτοβουλία για την προτομή είχε ο Σύλλογος Ορθοδόξου Εξωτερικής Ιεραποστολής Πατρών «Ο Πρωτόκλητος» και η Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας, βοήθησαν δε οικονομικά ο ιερός κλήρος της Μεσσηνίας, πολλοί επώνυμοι και οι κάτοικοι του Βασιλιτσίου με πρωτοβουλία του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.


 β) Γεώργιος Μπίζος (δικηγόρος- υπερασπιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων).

   Γεννήθηκε στο Βασιλίτσι το 1928. Ο πατέρας του λεγόταν Αντώνης και η μητέρα του Τασία.
     Το 1941, σε ηλικία 13 ετών, ο πατέρας του αποφασίζει να φυγα-δεύσει με μια βάρκα στην Κρήτη 7 Νεοζηλανδούς στρατιώτες που έ-κρυβε και οι οποίοι είχαν καταφύγει στο χωριό μετά την κατάρρευση του μετώπου και την κατάληψη της χώ-ρας από τους Γερμανούς. Μαζί του ήταν και 13χρονος γυιός του Γιώρ-γος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού περισυνελέγησαν από βρετανικό πλοίο, το οποίο τους μετέφερε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Από εκεί, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, ο Γ. Μπίζος κατέφυγε στη Νότια Αφρική, με την οποία συνέδεσε την υπόλοιπη  ζωή του και κυρίως με τη ζωή και τους αγώνες των κατοίκων της.                        
    Ως δικηγόρος ο Γ. Μπίζος συνεδέθη με στενή φιλία με το Ν. Μαντέλα και ανέλαβε την υπε-ράσπισή του, καθώς και άλλων Αφρικανών, εναντίον του ρατσιστικού καθεστώτος της Ν. Αφρικής. Μέσα σε αντίξοες συνθήκες, πολλά τεχνητά εμπόδια,   δύσκολες καταστάσεις και αρκετούς κινδύ-νους, αλλά και με ακατάβλητη θέληση, πλούσιες νομικές γνώσεις, ανυπέρβλητο θάρρος και έξυπνη στρατηγική τακτική κατάφερε να σώσει τη ζωή του ηγέτη των Νοτιοαφρικανών και να επιφέρει ένα ισχυρό πλήγμα κατά του απαρχάϊντ, το οποίο μετ' ολίγον καταργήθηκε και ο λαός της Ν. Αφρικής έγι-νε κύριος της τύχης και της χώρας του.
          Εκτός των άλλων συνέβαλε αποτελεσματικά στην ίδρυση του ελληνικού σχολείου ΣΑΧΕΤΙ, που είναι το μόνο ημερήσιο ελληνικό σχολείο (δημοτικό-γυμνάσιο-λύκειο)  στη Ν. Αφρική και εκείνο που πρώτο δέχθηκε μαύρους μαθητές στις τάξεις του.
             Έχει τιμηθεί από πολλούς φορείς, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς και του έχει απο-νεμηθεί ο τίτλος του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 2001, ύστερα από πρόταση της Διεθνούς Ακαδημίας Δικηγόρων, ανακηρύχθηκε στην Ουάσιγκτον "Δικηγόρος της Χρονιάς".
          Έγραψε τα βιβλία: "Κανείς Υπόλογος;" και "Οδύσσεια προς την Ελευθερία".


  γ) Βασίλειος Μάραντος (αντιστράτηγος).

             Γεννήθηκε στο Βασιλίτσι το 1910. Υπήρξε γόνος πολυμελούς οικογένειας και από μικρός διακρίθηκε για την αγάπη του προς τα γράμματα. Προτίμησε να ακολουθήσει τη στρατιωτική στα-διοδρομία και γι’ αυτό το 1928 εισήχθη, ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις, στη Σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου απεφοίτησε το 1932 με βαθμό «άριστα», επιλέγοντας να υπηρετήσει στο Πυροβολικό.
              Έλαβε μέρος στον πόλεμο κατά των ιταλικών και γερμανικών στρατευμάτων στο Έπος του 1940 και μετά την πτώση του μετώπου κατέφυγε μαζί με άλλους αξιωματικούς στη Μέση Ανατολή. Εκεί εντάχθηκε στον «Ιερό Λόχο» ως Λοχαγός υπό τη διοίκηση του θρυλικού Αντισυνταγματάρχη Χριστοδούλου Τσιγάντε και πολέμησε τους Γερμανούς στην Τυνησία. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Λήμνου, της Νάξου, της Μήλου και άλλων νησιών του Αι-γαίου.
          Ο «Ιερός Λόχος» ο τρίτος κατά σειρά στην ελληνική ιστορία ιδρύθηκε το 1942 στο Κάιρο και υπήρξε μονάδα αρχικά 170 αξιωματικών και 40 οπλιτών των Ενόπλων Δυνάμεων που εκπαιδεύτηκαν στα βαρέα όπλα και στις δολιοφθορές. Το σπουδαιότερο έργο του «Ιερού Λόχου ήταν, κατά τον Αντι-στράτηγο Ι. Μανέτα, μέλος κι αυτός του Ι.Λ., ότι « δια των αγώνων των μαχητικών ιερολοχιτών συνε-τέλεσε εις την απελευθέρωσιν της Δωδεκανήσου, εν συνδυασμώ με την ένδοξον δράσιν του Ελλη-νικού Πολεμικού Ναυτικού»
       Ιδιαίτερα ο Βασίλειος Μάραντος πρωταγωνίστησε στην απελευθέρωση της Νάξου, λοχαχός τότε, ως επί κεφαλής αποσπάσματος 75 ανδρών (βλ. Ελευθερίου Τσιμπίδη, ταξιάρχου ε.α. «60 χρόνια από την απελευθέρωση της Νάξου», περιοδικό «Τόλμη» τ. 32)
     Ανέβηκε διαδοχικά όλους τους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας. Το 1954 έγινε Διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, το 1959 Διοικητής του Κέντρου Εκπαίδευσης Μεγάλου Πεύκου, το 1965 Γενι-κός Επιθεωρητής Στρατού και το 1967 αποστρατεύθηκε μαζί με άλλους τέσσερις στρατηγούς. Το 1974 επανήλθε στο Στράτευμα και διετέλεσε μέλος του ΚΥΣΕΑ. Το 1975 προσβλήθηκε από την επάρατο νόσο και παραιτήθηκε. Απεβίωσε το 1978.
       Υπήρξε έντιμος και γενναίος στρατιώτης. Έδωσε το «παρών» σε όλες τις δύσκολες στιγμές του Έθνους και τιμήθηκε με το Αριστείο Ανδρείας και όλα τα στρατιωτικά μετάλλια. Στη δίκη των πρω-ταιτίων της Χούντας υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας (βλ. «Η δίκη της Χούντας», έκδοση Δημο-σιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, Αθήνα 2008).
     Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το χωριό του και σ’ αυτόν, κυρίως, οφείλεται η διάνοιξη και κατα-σκευή του δρόμου Βασιλίτσι-Χαρακοπιό. Ο δρόμος αυτός έχει τεράστια  σημασία για το Βασιλίτσι, γιατί το έβγαλε από την απομόνωση, εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων που είχε η επικοινωνία με τον έξω κόσμο μέσω Κορώνης. Επίσης, χάρη στις δικές του ενέργειες έγινε και ο δρόμος Βασιλίτσι-Φοινικούντα που συνέβαλε στην ανάπτυξη της περιοχής.
        Ασχολήθηκε με τη συγγραφή και έγραψε το βιβλίο «Κορώνη» ( 1976, σελ.166) .
   

17. ΠΑΡΑΛΙΕΣ

Κυριότερες παραλίες του χωριού είναι το Καλαμάκι, το Αμμούδι, ο Άγιος Νικόλαος, το Κρυονέρι και ο Άγιος Γεώργιος. Συνέχεια του Αγ. Γεωργίου είναι οι παραλίες Μεμί και Ζάγγα, οι οποίες, όμως, υπάγονται στη διοικητική αρμοδιότητα της Κορώνης. Η πρόσβαση στις παραλίες αυτές γίνεται μέσω ασφαλτοστρωμένου δρόμου και υπάρχει χώρος για τη στάθμευση των αυτοκινήτων. Εκτός από τις παραλίες αυτές υπάρχουν και άλλες μικρότερες, αλλά η πρόσβαση σ’ αυτές δεν είναι τόσο εύκολη.

α) Η παραλία Καλαμάκι.

        Είναι μικρή σε έκταση, αλλά περικλείεται από ένα μαγευτικό τοπίο που κυριολεκτικά εντυ-πωσιάζει τον επισκέπτη. Περιέχει βότσαλα και ψιλή ξανθή άμμο. Ο πυθμένας της θάλασσας εί-ναι ομαλός, έχει μικρό βάθος και είναι στρω-μένος με ψιλή άμμο. Προσφέρεται ιδιαίτερα για μπάνιο μικρών παιδιών. Τα νερά της θάλασσας είναι γαλαζοπράσινα.


β) Η παραλία Αμμούδι.

104_0478Είναι κάτω από τη Φανερωμένη. Ακο-λουθεί κανείς τον ίδιο δρόμο που οδηγεί στο Καλαμάκι, αλλά λίγο μετά την εκκλησία της Φα-νερωμένης αφήνει την άσφαλτο και στρίβει αρι-στερά. Ο χωματόδρομος μέχρι την παραλία είναι ένα χιλιόμετρο περίπου. Η παραλία αυτή είναι μεγαλύτερη από την παραλία στο Καλαμάκι και είναι  στρωμένη με ψιλή κόκκινη άμμο. Με ψιλή κόκκινη άμμο είναι στρωμένος και ο πυθμένας της θάλασσας. Η θάλασσα είναι μάλλον ρηχή και έχει βαθύ γαλάζιο χρώμα, χρώμα που έχει η θάλασσα και σ’ όλες της  άλλες παραλίες της περι-οχής. Χαρακτηριστικό της παραλίας εδώ είναι οι σπηλιές της. Στη Μεγάλη σπηλιά ζούσε, κατά την τοπική παράδοση, ο Κύκλωπας και εδώ έλαβε χώρα το επεισόδιο με τον Οδυσσέα. Το νησί μπροστά στη σπηλιά βοηθά για δημιουργία και την καλλιέργεια του μύθου.
γ) Η παραλία Άγιος Νικόλαος.

 Βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί προς Κορώνη-Καλαμάτα. Είναι στρωμέ-νη, όπως και ο πυθμένας της θάλασσας, με ψιλά έως χοντρά κόκκινα βότσαλα. Τα βότσαλα μέσα στη θάλασσα γλιστρούν και για το λόγο, ίσως, αυτό  δεν πηγαί-νουν εκεί πολλοί για κολύμπι.

δ) Η παραλία Κρυονέρι.

Είναι στη συνέχεια της παραλίας ‘Άγιος Νικόλαος» και χωρίζεται από αυτή με έναν βράχο. Πρόκειται για μια πολύ μικρή παραλία στην εσοχή δύο βράχων. Το τοπίο είναι μαγευτικό και η παραλία είναι στρωμένη με ψιλό κόκκινο χαλίκι. Η θάλασσα είναι ρηχή προς βαθειά και έχει πυθμένα στρωμένο, επίσης, με μικρό κόκκινο χαλίκι. Από την πλευρά του ενός βράχου υπάρχει σπηλιά και από την πλευρά του άλλου αναβλύζει γλυφό νερό. Είναι ιδανικός τόπος για μπάνιο μικρών παρεών, καθώς έχει τη μορφή ατομικής παραλίας.

ε) Η παραλία Αγίου Γεωργίου.



Συνέχεια της παραλίας αυτής, με παρεμβολή κάποιων βράχων, είναι η πα-ραλία του Αγίου Γεωργίου. Βρίσκεται α-κριβώς κάτω από τον Κουλέ, τον μισο-ερειπωμένο πύργο που χρησίμευε για τον έλεγχο της θάλασσας από τους πειρατές και τους κουρσάρους.  Έχει ψιλή ξανθιά άμμο και στη συνέχειά της εκτείνεται η τεράστια παραλία Μεμί-Ζάγγα που φτάνει μέχρι την Ελεήστρια της Κορώνης. Εδώ συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο πλήθος των λουομένων.


18) ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΞΩΚΛΗΣΙΑ

Α) ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ.

1) Άγιος Βασίλειος

        Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Βασίλειος. Προς τιμήν του οι Βασιλιτσιώτες χουν αναγείρει ένα μεγαλοπρεπή λιθόκτιστο ναό βυζαντινού ρυθμού και μεγάλων διαστάσεων, κατά τα πρότυπο του ναού της Υπαπαντής στην Καλαμάτα. Άρχισε να χτίζεται το 1938 και το χτί-σιμό του ολοκληρώθηκε σχετικά σύντομα. Στη θέση που χτίστηκε  βρισκόταν άλλος μικρότερος ναός από τον οποίο σώζεται σήμερα μόνο η Αγία Τράπεζα. Από την πλατεία της εκκλησίας έχει ω-ραία θέα τόσο προς τη θάλασσα όσο και προς το βουνό που ορθώνεται απέναντί του.
    Το χτίσιμο του ναού αποτελεί πραγματικό άθλο για τους Βασιλιτσιώτες, αν αναλογισθεί κανείς τη χρονική περίοδο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες χτίστηκε. Τις πέτρες για το χτίσιμο του ναού τις κουβαλούσαν οι άνδρες του χωριού με τα γαϊδούρια τους. Το νερό για το σβήσιμο του ασβέστη και για το φτιάξιμο της λάσπης οι γυναίκες από τη βρύση με βαρέλια που ζαλώνονταν  στην πλάτη τους. Όλοι τους βοηθούσαν με ευχαρίστηση σ’ ό,τι μπορούσε ο καθένας. Έτσι, χάρη στη γεν-ναιόδωρη εθελοντική τους προσφορά, κατάφεραν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να ανεγείρουν το μεγαλοπρεπή αυτό ναό, αφιέρωμα πίστης και ευσέβειας στον προστάτη τους Άγιο Βασίλειο.
       Εσωτερικά ο ναός εντυπωσιάζει όσο και εξωτερικά, λόγω του βυζαντινού ρυθμού με τον οποίο χτίστηκε. Ο εσωτερικός του διάκοσμος είναι καλός και παρά το γεγονός ότι οι τοίχοι του δεν έχουν αγιογραφηθεί ακόμη, σε εντυπωσιάζει η μεγαλοπρέπειά του. Ο φωτισμός του είναι άπλετος και ο παντοκράτορας από τον τρούλο στη μέση του ναού ες παρακολουθεί παντού.

2) Άγιος Αντώνιος


        Εκτός από τον Άγιο Βασίλειο, στην έξοδο του χωριού, δίπλα από το σχολείο που, δυστυ-χώς, τώρα δεν λειτουργεί, λόγω έλλειψης ικα-νοποιητικού αριθμού παιδιών, υπάρχει και ο Άγιος Αντώνιος. Πρόκειται για μικρή παλιά εκ-κλησία ρυθμού βασιλικής που λειτουργείται μια φορά το χρόνο, ανήμερα της εορτής του Αγίου.



Β) ΕΞΩΚΚΛΗΣΙΑ.

    Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού υπάρχουν και πολλά εξωκκλήσια που μαρτυρούν την πίστη και την ευσέβεια των Βασιλιτσιωτών. Από αυτά άλλα βρίσκονται σε καλή κατάσταση και άλλα έχουν γκρεμιστεί από το πέρασμα των χρόνων και την πρόχειρη, κυρίως, κατασκευή τους.
  Από τα σωζόμενα αναφέρουμε την ιερά μονή της Χρυσοκελλαριάς, την ιερή μονή της Φανε-ρωμένης, τον Άγιο Νικόλαο στα Χαλάσματα, τον Άγιο Νικόλαο στην παραλία του Αγίου Νικολάου, τον Προφήτη Ηλία.

1) Ιερά Μονή Χρυσοκελλαριάς.

        Βρίσκεται σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το Βασιλίτσι και είναι στο δρόμο που οδηγεί στη Φοινικούντα-Μεθώνη-Πύλο. Είναι χτισμένη σε ρυθμό βασιλικής στην πλαγιά λόφου κατάφυτου με θάμνους και δέντρα. Απέναντί της ορθώνεται το Μαυροβούνι και στο βάθος, ανάμεσα στο  λόφο και στο βουνό, εκτείνεται κοιλάδα, την ο-ποία διαρρέει ποτάμι που τα νερά του στερεύουν τους καλοκαιρινούς μήνες.
        Στη βορεινή της πλευρά υπάρχει πηγή που ρέει πόσιμο νερό χειμώνα-καλοκαίρι. Η πηγή αυτή στάθηκε αιτία να βρεθεί, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, η εικόνα της Παναγίας και να χτι-στεί ο ναός και το μοναστήρι. Λέει, δηλαδή, η τοπική παράδοση ότι ένας βοσκός που έβοσκε εκεί τα γίδια του έβλεπε συχνά τον τράγο του κοπαδιού να έχει βρεγμένα τα γένια του. Τον ακολούθησε και έτσι  εντόπισε την πηγή στην οποία πήγαινε ο τράγος και έπινε νερό. Εκεί βρέθηκε και η εικόνα της Παναγίας και χτίστηκε ναός προς τιμή της.
        Σύμφωνα με άλλη παράδοση η εικόνα τοποθετήθηκε εκεί από κάποιο ιερομόναχο με το όνομα Ιωακείμ. Ο μοναχός αυτός αρχικά εγκαταστάθηκε στη  Μονή Φανερωμένης. Αργότερα  έφυγε από εκεί, είτε για λόγους ασφαλείας, δεδομένου ότι η Φανερωμένη  ήταν κοντά στη θάλασσα και διέτρεχε κίνδυνο από τους πειρατές, είτε για λόγους απομόνωσης και αποκλειστικής αφιέρωσης στο Θεό, είτε και για τα δύο. Επέλεξε να εγκατασταθεί στη δασώδη περιοχή «Κοπίτσου» στην πλαγιά του Μαυ-ροβουνίου, όπου υπήρχε πηγή με νερό και στην οποία οι κάτοικοι του χωριού ονομάζουν μέχρι σήμερα «Παπαϊωακείμ» ή Παπαγιακείμ ή Γιακουμή από το όνομα του μοναχού. Φαίνεται πως στις με-τακινήσεις του ο Ιωακείμ στην περιοχή ανακάλυψε και την πηγή όπου σήμερα η μονή της Χρυ-σοκελλαριάς και άφησε εκεί την εικόνα της Παναγιάς για ευλογία των ανθρώπων που θα πρόστρεχαν στο νερό της πηγής.
      Από τις δύο παραδόσεις πιο κοντά στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η δεύτερη. Η πρώτη απαντάται, σχεδόν αυτού-σια, και για άλλα μοναστήρια της   Ελλάδας και ως εκ τούτου, πρόκειται, μάλλον, για δημιούργημα φαντασίας ευσεβών χριστιανών.
       Οι δύο αυτές παραδόσεις αναφέρονται στις διηγήσεις των ντόπιων και, κατ’ επέκταση, και στα κείμενα λογίων που ασχολήθηκαν με το θέμα με μικροδιαφορές. Η ουσία, πάντως, δεν διαφέρει.
        Η μονή  είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εορτάζει στις 15 Αυγούστου. Την ημέρα αυτή συρρέουν πλήθη προσκυνητών από τα γύρω χωριά. Παλαιότερα που δεν είχε κατα-σκευαστεί ο δημόσιος δρόμος Κορώνης-Μεθώνης η μετάβαση στο Μοναστήρι, όπως έχει καθιερω-θεί να λέγεται η Μονή, γινόταν με τα πόδια ή με τα γαϊδούρια, γι αυτό και πολλοί πήγαιναν από το βράδυ της παραμονής. Επίσης παλαιότερα γινόταν και πανηγύρι αποβραδίς με χορούς και τραγούδια. Ανήμερα, μικροπωλητές πουλούσαν παστέλια χειροποίητα και διάφορα παιχνίδια για παιδιά. Επίσης ψήστες πουλούσαν γουρνοπούλα που έψηναν επί τόπου όλη την προηγούμενη νύχτα. Χειροποίητα παστέλια εξακολουθούν να πουλάνε και τώρα.
        Στην εξαιρετική εργασία του Γ.Δ. Κούβελα με τίτλο: « Η Ιερά Μονή Χρυσοκελλαριάς» (Ανάτυπο από το «Αντίδωρον τω Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμω Θέμελη», τόμος πρώτος σελ.265-276) διαβάζουμε ότι « Η ιερή και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Χρυσοκελλαριώτισας είναι ζω-γραφισμένη πάνω σε ακατέργαστη σανίδα. Δηλαδή, δεν είναι πλανισμένη η σανίδα, αλλά πελεκημένη με σκερπάνι. Η εικόνα παριστάνει τη Μητέρα του Θεού ημίσωμη, να κρατεί στα χέρια της τον Ιησού Χριστό ως βρέφος. Η …εικόνα δεν βρίσκεται μόνιμα στο μοναστήρι, γιατί διατρέχει τον κίνδυνο κλοπής ή πυρκαγιάς, αφού δεν υπάρχουν εκεί μοναχοί. Με εντολή του Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου…φυλάσσεται με ευθύνη των εφημερίων ένα χρόνο στο Βασιλίτσι και ένα χρόνο στη Χρυσοκελλαριά.»
      Στοιχεία για τη χρονολογία που κτίστηκε η μονή δεν υπάρχουν. Πληροφορούμαστε, όμως, από την ανωτέρω εργασία του Γ. Κούβελα ότι «ως Μονή Χρυσοκελλαριάς» αναφέρεται σε σιγίλιο κατά-στιχο του 1774. Όσον αφορά το όνομά της, πιθανόν είναι, όπως παρατηρεί ο Γ.Κ., να ονομάστηκε έτσι από τα πολλά εισοδήματα που είχε κάποτε (χρυσά κελλάρια). Επίσης από την ίδια εργασία πλη-ροφορούμαστε ότι η μονή καταστράφηκε το 1825 από τις ορδές του Ιμπραήμ. άρχισε να λειτουργεί ξανά το 1844 και το 1864 ανεγέρθηκε ο νέος ναός της μονής, όπως μαρτυρεί επιγραφή πάνω από τη νότια είσοδό του « 1864 Ιουλίου 10 Π.Θ.Δ.». (Τα αρχικά Π.Θ.Δ. παραπέμπουν προφανώς στον τότε ηγούμενο της μονής Παρθένιο Θ. Δρίνη).
    Το εικονοστάσι (τέμπλο) του ναού έχει κατασκευασθεί από ξυλεία της καμπίνας ιταλικού κα-ραβιού, την οποία παραχώρησε ο καπετάνιος του μετά την ανεπανόρθωτη ζημιά που υπέστη το καράβι, ύστερα από πρόσκρουση στη βραχονησίδα Νησακούλι. Μάλιστα στο πάνω μέρος του τέμπλου  έχει παραμείνει όπως ήταν στην καμπίνα του καραβιού η φράση που αποδίδεται στο Γαλι-λαίο λίγο πριν καεί στην πυρά από την Ιερά Εξέταση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας: Et pur  si muo-ve (και όμως κινείται). Φαίνεται ότι οι μοναχοί είτε δεν γνώριζαν την έννοια των λατινικών λέξεων εί-τε δεν είχαν λόγους να αρνηθούν τη θεωρία του Γαλιλαίου, όπως η ρωμαιοκαθολική εκκλησία τον παλιό εκείνο καιρό.
        Στη Μονή δεν υπάρχουν σήμερα μοναχοί. Στην κυριολεξία έχουν να εγκαταβιώσουν εκεί  πάνω από 60 χρόνια, με όλες, δυστυχώς, τις συνέπειες που προκαλούνται από την έλλειψη ανθρώπινης πα-ρουσίας.

2) Η Ιερά Μονή Φανερωμένης.

        Η Μονή της Φανερωμένης βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού (Μαυροβουνίου) κοντά στην Παραλία Αμμούδι. Ονομάζεται επίσημα «Μονή», γιατί παλιά υπήρχαν εκεί μοναχοί. Σή-μερα οι κάτοικοι τη λένε απλώς Φανερωμένη.  Και εδώ η τοποθεσία είναι μαγευτική και η θέα βουνού-θάλασσας-Βασιλιτσίου-ελαιώνων υπέ-ροχη.
      Ο Ναός είναι αφιερωμένος στη Γέννηση της Παναγίας, αλλά εορτάζει την ημέρα της Ανα-λήψεως. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο αυτό έχει την εξήγησή του. Και η εξήγηση είναι, σύμφωνα με διηγήσεις παλαιοτέρων, ότι παλιά εορταζόταν κανονικά (στις 8 Σεπτεμβρίου) και μάλιστα με την ευκαιρία της εορτής γινόταν εκεί και εμποροζωοπανήγυρη με προσέλευση κόσμου από τα γύρω χω-ριά. Αργότερα η ζωοπανήγυρη μετα-φέρθηκαν στη Νέα Κορώνη (Καντιάνικα) που είναι σε κεντρικό σημείο και διευκολυνόταν έτσι καλλίτερα η προσέλευση του κόσμου από τα περίχωρα. Η μετάβαση και των κατοίκων του Βασιλιτσίου στη Νέα Κορώνη για την εμποροζωοπανήγυρη, όπου επίσης υπήρ-χε εκκλησία αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου, είχε ως αποτέλεσμα να μην προσέρχεται κό-σμος στην εκκλησία της Φανερωμένης, με συνέπεια να μεταφερθεί ο εορτασμός της στην ημέρα της Αναλήψεως.
         Παλιά η εκκλησία ήταν πιο κοντά στη θάλασσα, στη στροφή που οδηγεί στη πηγή που οι κάτοικοι τη λένε Λίμνα (λίμνη). Η πηγή πήρε την ονομασία αυτή από έναν λάκκο, από τον οποίο ανέβλυζαν πλούσια νερά, τα οποία οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των πολλών περι-βολιών που υπήρχαν στην περιοχή. Σήμερα με τις γεωτρήσεις τα νερά έχουν μειωθεί κατά πολύ και η Λίμνα σχεδόν μόνο σαν ονομασία υπάρχει. Η εκκλησιά αυτή καταστράφηκε το 1825 από τα στρα-τεύματα του Ιμπραήμ ή, κατ’ άλλους το 1827 από πειρατές (στη θέση της σώζονται ακόμη ερείπια που μαρτυρούν την αρχική της θέση).
      Ο σημερινός ναός χτίστηκε πιο ψηλά στους πρόποδες του βουνού για λόγους ασφαλείας. Η πα-ράδοση λέει ότι ο ηγούμενος της παλιάς μονής ονειρεύτηκε την καταστροφή της και πρόφτασε να μεταφέρει τις εικόνες σε ασφαλές μέρος εκεί που αργότερα χτίστηκε η νέα μονή. Επίσης, σύμφωνα με την παράδοση η βραχονησίδα Πετροκάραβο ήταν καράβι που κατευθυνόταν προς τη Φανερωμένη για να την κουρσέψει. Η Παναγία, όμως, για να προστατέψει τη Μονή, πέτρωσε το καράβι. Λέγεται, μάλιστα, ότι περπάτησε ως τον Πόρο και στάθηκε σε μια μεγάλη πλάκα, στην οποία φαίνονταν αν-θρώπινες πατημασιές. Την πλάκα αυτή την έλεγαν «Του αντρειωμένου η Πλάκα» και σωζόταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια, οπότε καταστράφηκε κατά τη διάρκεια διάνοιξης του δρόμου προς τη Σέλιτσα. 

3) Άγιος Νικόλαος (Χαλάσματα)

    Πρόκειται για μικρό εκκλησάκι σε ρυθμό μονόκλιτης βασιλικής. Η περιοχή που βρίσκεται το εξωκκλήσι λέγεται Χαλάσματα, γιατί εκεί παλιά υπήρχε οικισμός ο οποίος, όπως αναφέρουμε και αλλού (βλ. παρ1), καταστράφηκε από τους πειρατές. Από εκεί περνούσε ο παλιός  δρόμος Βσιλίτσι -Κορώνη. Απέχει από το χωριό 1,5 χιλιόμετρα περίπου. Είναι μέσα σε ελαιώνες.

4) Άγιος Νικόλαος.

     Το εξωκκλήσι αυτό είναι χτισμένο σε ρυθμό μονόκλιτης βασιλικής στην περιοχή Αγιονικόλας, δίπλα στη θάλασσα, από την οποία το χωρίζει ο δημόσιος δρόμος που οδηγεί προς Κορώνη-Χα-ρακοπιό-Καλαμάτα. Χτίστηκε το 1965 και  αφού είχε ήδη εγκαταλειφθεί ο παλιός δρόμος για Κο-ρώνη, προκειμένου να μην χάσουν οι  Βασιλι-τσιώτες που περνούσαν πια από τον καινούργιο δρόμο την επαφή τους με τον Άγιο. Ο ναός είναι τρισυπόστατος, αφιερωμένος, εκτός από τον Ά-γιο Νικόλαο, και στους Αγίους Νεκτάριο και Παντελεήμονα. Απέχει από το Βασιλίτσι 2 χιλιόμετρα περίπου.

5) Ο Προφήτης Ηλίας.

   Χτίστηκε το 1967 με πρωτοβουλία και δαπάνες του Κώστα Κατσούλια (σε οικόπεδο που παρα-χώρησε η Ευγενεία Μπίζου) σε εκδήλωση ευλά-βειας και ευγνωμοσύνης μετά τη θεραπεία του από σοβαρή ασθένεια. Βρίσκεται δίπλα στην πα-ραλία  Καλαμάκι, 3 χιλιόμετρα περίπου από το χωριό στο δρόμο που οδηγεί στον Ακρίτα, πάνω σε μικρό ύψωμα, με θέα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, το νησί Βενέτικο και το βουνό
      Το ιστορικό της ίδρυσης του Αη Λιά το βρήκα στο αρχείο μου σε χειρόγραφο, στο οποίο είναι καταγεγραμμένη η αφήγηση του ιδρυτή (Κ. Κατσούλια) στην Τασία Π. Γούλα. Έχει δε ως εξής:
      «Στην Κατοχή ήμαστε 3-4 οικογένειες με προβατάκια και μέναμε στο Καλαμάκι. Εγώ ήμουνα πιασμένος και δεν μπορούσα να κάνω δουλειές, έτσι μ’ άφηνε η γυναίκα μου στο σπίτι να ξαίνω το μαλλί. Ήμουνα πολύ στενοχωρημένος. 
        Στο Καλαμάκι ήταν ένα χάλασμα, παλιά εκκλησία του Αη Λιά, στων Μπιζαίων το περιβόλι, μες στο ρέμα δίπλα στη θάλασσα, σε μια σπηλιά που είναι εκεί. Όταν περνούσαμε από εκεί κάναμε το σταυρό μας.
        Μια μέρα ξεκίνησα να πάω για μπάνια στο Γρυζόκαμπο. Όπως είπα, ήμουνα πιασμένος και έτσι με ανέβασαν πάνω στο γαϊδούρι και όταν έφτανα  στο χωριό θα με κατέβαζαν άλλοι. Με έπιασε το παράπονο και περνώντας μπροστά από το χάλασμα του Αη Λιά είπα: Αφέντη μου Αη Λιά, κάνε όταν γυρίσω από τα μπάνια να είμαι καλά και θα ρθω να σε φτιάξω!
     Εκεί στο Καλαμάκι ήταν και η οικογένεια του Λεωνίδα του Μάραντου που είχε κόρη την Κα-τερίνα. Αυτή είχε στα πόδια της καρναβίτσες. Μια μέρα έρχεται στη γυναίκα μου και της λέει. –Θεία Αλέξω, είδα στον ύπνο μου ότι είχα πάει στη θάλασσα να πλύνω τα πόδια μου κι εκεί βλέπω ένα γέρο ασπρομάλλη και μου λέει: Είμαι ο Άγιο Λιάς, θα σε κάνω καλά και σένα και τον Κωστάκη και να με βγάλετε από τη θάλασσα και να μου φτιάξετε μια εκκλησούλα ίσια-ίσια για να μπώ μέσα. Η γυναίκα μου της λέει:- Μην ανησυχείς, θα τη φτιάξουμε
    Μέρα με τη μέρα έπαιρνα το καλύτερο. Δυνάμωνα, περπάταγα, κουβέντιζα, ενώ πριν δεν μπο-ρούσα να κουνηθώ και σιγά-σιγά άρχισα να δουλεύω.
  Όταν έκαμα το τάμα δεν είχα λεφτά, για να φτιάξω την εκ-κλησιά, ούτε δρόμος πήγαινε στο Καλα-μάκι για να περάσει το τρακτέρ με τα υλικά. Το λέω, λοιπόν, στον παπα-Αριστείδη (πατέρα του παπα -Νικόλα) και μου λέει: Δεν πειράζει, να πάρω μια εικόνα μεγάλη του Αη Λιά και να τη βάλουμε στο τέμπλο του Αγιο Βασίλη. Τότε, μετά την κατοχή, γύρω στο 1950 έφτιαχναν το τέμπλο στην εκκλησιά του Αγιο Βασίλη. Έτσι και έκανα. Για την εικόνα εκείνη έβαλαν, επίσης, λεφτά και η Γαϊτάνη η Γε-ωργία και η Σταυρούλα Η. Μαράντου.
     Πέρασαν τα χρόνια και γύρω στο τέλος του 1965 με αρχές του 1966 λέω στο γυιό μου τον Πανα-γιώτη:- Παιδί μου, έχουμε τώρα λεφτά και πρέπει να φτιάξουμε την εκκλησία. Το έχω τύψη που δεν το έκαμα τόσα χρόνια.
    Είπαμε ότι την εκκλησία πρέπει να τη φτιάξουμε πάνω σε ραχούλα, γιατί όλες οι εκκλησίες του Α-γιο Λιά είναι πάνω σε ραχούλες. Η ραχούλα που είναι τώρα ο Αη Λιάς ήταν του Μπίζου του Θανάση και μου είπε να φτιάξω την εκκλησία.   
     Αρχίσαμε κατά την άνοιξη του 1966. Άνοιξα πρώτα μια γούβα και έσβησα τον ασβέστη που μου έφερε ο Τσίνιαρης (Μιχάλης Μαθιόπουλος) από το Χαρακοπιό. Επίσης, πολλά υλικά έφερε με το τρακτέρ  ο Θοδωρής ο Κυριαζής από την Ασίνη (Τζαφέρογλη).
     Όταν μετρούσαμε για να ανοίξουμε τα θεμέλια, ήμασταν μαζί με τον παπά και τον μάστορα, τον Παναγιώτη Κατσούλια (Σάκκουλα). Λέω στον παπά που μετρούσε ότι είναι μικρή και μου λέει ότι δεν πειράζει, είναι ίση με τη Φανερωμένη.
   Άρχισα με τον γιό μου τον Παναγιώτη σιγά-σιγά να μαζεύουμε πέτρες από τα γύρω γαλάρια και πεζούλες. Ο κόσμος, όταν με έβλεπε έλεγε: Τι κάνει αυτός ο τρελός, θα φτιάξει εκκλησία; Όταν, ό-μως, είδε την επιμονή μου άρχισαν να μου δίνουν λεφτά. Πέσανε με τα μούτρα. Άλλος μου έδωσε 100 δραχμές, άλλος 200 και μερικοί 1.000. Έδωσε όλο το χωριό και όσοι δουλέψανε , δουλέψανε τζάμπα.
  Στη γιορτή του Αη Λιά η εκκλησία ήταν έτοιμη και λειτουργήθηκε. Την πρώτη χρονιά μάζεψε 8.000 δραχμές. Έγινε μεγάλο πανηγύρι με πολύ κόσμο και ψητά γουρούνια. Μετά άρχισα και έφτιαχνα τις μάντρες, φύτεψα δέντρα, κλήματα, κυπαρίσσια. Μετά τρία χρόνια έφτιαξα το κελί δίπλα. Έγινε ένα μικρό μοναστήρι. Έφτιαξα και ένα αυλάκι που μάζευε το βρόχινο νερό από τα βουνά και μια δεξαμενή. 
    Τα πρώτα χρόνια ο κόσμος ερχότανε από το βράδυ στη γιορτή του Αη Λιά και γινότανε μεγάλο πανηγύρι».            


Γ) ΛΟΙΠΑ ΕΞΩΚΚΛΗΣΙΑ.

     Οι Βασιλιτσιώτες είναι ευσεβείς άνθρωποι και αυτό, εκτός των άλλων αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό των ατόμων που εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή και τις άλλες μεγάλες γιορτές. Παλαιότερα, όμως, φαίνεται πως ήταν πολύ πιο ευσεβείς. Αυτό επιβεβαιώνεται από το πλήθος των μικρών ναών που είχαν χτιστεί σε διάφορα μέρη της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής του χωριού. Από αυτούς άλλοι σώζονται ή έχουν ανακατασκευασθεί, άλλοι είναι ερείπια και άλλοι έχουν τελείως καταστραφεί με συνέπεια οι νεώτεροι να μη γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτούς. Εννοείται ότι επρόκειτο για προχειροκατασκευές που δεν άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου ή καταστράφηκαν από την μεγάλη πυρκαγιά με την οποία κατάκαψε τη νότια Μεσσηνία ο Ιμπραήμ το 1825.
     Ο Γιάννης Μπίζος έχει δημοσιεύσει στον «Ακρίτα» (περιοδικό του Συλλόγου Βασιλιτσιωτών « Ο Χρυσόστομος») σε δύο τεύχη ενδιαφέρουσα εργασία του με τίτλο: «Εκκλησίες και άλλα μνημεία του χωριού μας», από την οποία μεταφέρουμε εδώ τα ακόλουθα:
     « Ο Αη-Γιώργης ήταν κάτω από την Κουφοσαρατσά, κοντά στο ρέμα. Πρόκειται για το γνωστό «Τ’ Αη-Γιώργη το ρέμμα». Κάποιος της εποχής μας λέγεται πως πήρε από τα ερείπια  της εκκλησιάς ένα κομμάτι μάρμαρο και κλονίστηκε η υγεία του, ωσότου το ξανάβαλε στη θέση του. 
   Στις Λάκκες ήταν ο Αη-Γιάννης. Στη θέση της παλιάς Εκκλησίας χτίστηκε νέα ομώνυμη το 1970.
   Ανατολικότερα στη ράχη ήταν ο Άγιος Παντελεήμονας και δυτικά η Θεοτόκος. Η Εκκλησιά της Θεοτόκου πιθανόν να χτί-στηκε από καλόγηρο που είχε κάποιες γνώσεις βυζαντινής αρ-χιτεκτονικής.
     Ο Άγιος Δημήτριος ήταν στου Μανίνου, κάτω από το ρέμα του Μπουρνιά και ο Αη-Λιάς στη ράχη, πάνω από τη Βρωμόβρυση, δίπλα στο ποτάμι και κοντά στη θάλασσα. Το 1967 ξαναχτίστηκε ο Αη-Λιάς λίγο πιο πάνω κοντά στον αγροτικό δρόμο (σημ σύντ: βλ. πιο πάνω «Ο Προφήτης Ηλίας»)…..

      Οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν κοντά στις πηγές της Φανερωμένης, στη θέση Ξυλοκερατιά. Υ-πάρχουν εκεί ερείπια και υπολείμματα κολώνας που προέρχεται πιθανόν από τον αρχαίο ναό.
    Ο Αγιο-Θανάσης ήταν πίσω από τον Κούκουρα, κοντά στη βρυσούλα που λένε πως έχει ιαματικές ιδιότητες. Πιο δώθε, στις Λακκούλες, ήταν ο Αη-Νικόλας. Σήμερα την τοποθεσία εκείνη τη λέμε Εκκλησούλα... Κάτω από τις Λακκούλες είναι η γνωστή Γρούσπα. Εκεί υπάρχει μια μεγάλη γούβα που την άνοιξαν οι Ενετοί ή οι Τούρκοι για να μαζέψουν το νερό της Γλυφάδας και να το μετεφέρουν στην Κορώνη... Απέναντι από τη Μονή Χρυσοκελλαριάς ήταν ο Αγιο-Θανάσης. Εκεί σε μια σπηλιά έμενε ο καλόγερος Γιακουμής και άναβε τα καντήλια τότε που στη μονή δεν υπήρχαν μοναχοί…» (τεύχη5/1978 και 7/1979).
      Είναι να απορεί κανείς με το πλήθος των εξωκκλησιών που είχαν ανεγείρει οι Βασιλιτσιώτες. Ήταν μόνο η ευσέβεια που τους οδήγησε σ’ αυτό ή ήταν και η επιθυμία κάθε ομάδας ή οικισμού να έχουν το δικό τους εκκλησάκι; Ποιος ξέρει; Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι όλα αυτά τα εξωκ-κλήσια δεν χτίστηκαν την ίδια χρονική περίοδο, αλλά σε διαφόρους περιόδους.

19. ΝΗΣΙΑ

      Στη διοικητική περιφέρεια του Βασιλιτσίου υπάγονται τρία νησιά. Το μεγαλύτερο είναι το Βενέτικο, απέναντι ακριβώς από την απόληξη του ακρωτηρίου Ακρίτας, που το αρχικό του όνομα ήταν Θηγανούσα (μετέπειτα Αγανούσα). Έλαβε το όνομα αυτό προφανώς από τις πολλές σκληρές πέτρες που έχει και που χρησιμοποιούνταν ως ακόνια. Άλλωστε στην αρχαία ελληνική θηγάνη ή θήγανον ονομαζόταν η σημερινή ακόνη (ή το ακόνι) και ο σχετικός λίθος θηγανίτης (βλ. Μέγα Λεξικό της Ελ-ληνικής Γλώσσης των Liddel-Skott). Μετονομάσθηκε σε Βενέτικο λόγω, της εγκατάστασης εκεί κατά τους χρόνους της Ενετοκρατίας ενετικής εταιρίας προς εκμετάλλευση των θηγανιτών λίθων. Ως Θηγανούσα αναφέρεται και από τον Παυσανία στα «Μεσσηνιακά» του («…ανέχει δε ες θάλασσαν ο Ακρίτας και νήσος Θηγανούσα προ αυτού...» βλπ. XXXIV,9). 
       Σήμερα είναι ακατοίκητο από ανθρώπους και χρησιμοποιείται για την ελεύθερη βοσκή κατσικιών. Παλαιότερα υπήρχαν εκεί βοσκοί και για το λόγο αυτό είχε ανακηρυχθεί οικισμός υπαγόμενος στο Δήμο Κολωνίδων. Ο οικισμός αυτός καταργήθηκε το 1845.
    Οι ακτές του είναι βραχώδεις και απόκρημνοι με μία μικρή μόνο παραλία. Η βλάστηση είναι χαμηλή και αποτελείται, κυρίως, από θάμνους. Το ψηλότερο σημείο του είναι 181 μέτρα. Έχει έκταση 1200 στρέμματα και δίπλα στο φάρο σώζονται ερείπια από παλαιό κτίσμα και μικρό εξωκκλήσι. 
  Το νησί έχει υπαχθεί μαζί με το σύμπλεγμα των άλλων Μεσσηνιακών Οινουσών και την περιοχή του Ακρωτηρίου Ακρίτας στο δίκτυο Natura 2000 με τον κωδικό GR2550003 και έχει χαρακτηρισθεί ως «διατηρητέο μνημείο της φύσης» και «ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή». Παλαιότερα στην περιοχή γύρω από το Βενέτικο απαγορεύονταν οι υποβρύχιες δραστη-ριότητες (καταδύσεις κλπ.), επειδή εκεί υπάρχουν αρχαία ναυάγια κλπ. Από το 2003, όμως, έχουν αρθεί οι σχετικοί περιορισμοί με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.
      Το δεύτερο νησί είναι το Πετροκάραβο ή Αυγό. Πρόκειται για τρεις βραχονησίδες, κοντά η μία στην άλλη, που από μακριά μοιάζουν με καράβι. Στην ομοιότητα αυτή οφείλεται και το όνομά τους. Τα αναφερόμενα πιο πάνω για την άρση των περιορισμών υποβρυχίων δραστηριοτήτων γύρω από το Βενέτικο ισχύουν και για το Πετροκάραβο.
   Σύμφωνα με παράδοση του χωριού, το Πετροκάραβο ήταν καράβι πειρατών που πήγαιναν να λεηλατήσουν τη Μονή της Φανερωμένης. Η Παναγία, όμως, πέτρωσε το καράβι κι έτσι σώθηκε το Μοναστήρι και οι χριστιανοί.

     Μικρό νησάκι είναι και το Νησακούλι, βραχονησίδα χωρίς κανένα ενδιαφέρον.

20) ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

      Μέχρι το 1960 ελάχιστοι ήταν οι Βασιλιτσιώτες που είχαν κάνει σπουδές σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, λόγω φτώχιας και των γενικότερων συνθηκών που υπήρχαν στη χώρα τα προηγούμενα χρόνια. Μετά την εδραίωση της ειρήνης στη χώρα και τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, αρκετοί νέοι θέλησαν να βελτιώσουν τις συνθήκες τις ζωής τους και στράφηκαν προς ανώτερες και ανώτατες σχολές. Πολλοί από αυτούς στη συνέχεια κατέλαβαν θέσεις στο Δημόσιο ή άσκησαν ελευθέριο επάγγελμα.
  Ανάμεσα στις άλλες δραστηριότητες τους, αρκετοί Βασιλιτσιώτες ασχολήθηκαν και με τη συγγραφή και τη λογοτεχνία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους ακόλουθους:                    
 1) Γαϊτάνης Απ.Αντώνιος. τ.Σχολικός επιθεωρητής.Έχει γράψει το έργο «Λαογραφική Συλλογή εκ Βασιλιτσίου Πυλίας». 
2) Γούλα Χρ. Ελένη, φιλόλογος καθηγήτρια. Έχει γράψει τα έργα: «Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες» (διηγήματα) και «Το λαϊκό θέατρο στη Νεώτερη Ελλάδα» (μελέτη). Επίσης έχει δημοσιεύσει άρθρα σε διάφορα περιοδικά. Επί πλέον έχει κάνει εξαιρετική συλλογή των παραδοσιακών συνταγών μαγει-ρικής του Βασιλιτσίου, τις οποίες παρουσιάζει σε, επίσης, μια εξαιρετική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο με τον τίτλο «Συνταγές από την Κατίνα».
 3) Γούλας Γ Βασίλειος, Νομικός-Θεολόγος, Διευθυντής στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Έχει γράψει τα έργα: «Συνταξιοδοτικό δίκαιο των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων», «Ο Απόστολος Παύ-λος και οι ανθρώπινες σχέσεις» και «Λυχνία» (ποιήματα). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», στις εφημερίδες «Εξπρές» «Βήμα», «Ελεύθερος Τύπος» και σε πολλά άλλα περιοδικά και εφημερίδες.
4) Γούλας Χρ.Γεώργιος, χημικός μηχανικός. Ασχολείται με τη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας. Υπήρξε εκδότης-αρχισυντάκτης του περιοδικού Bing Bang. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στα περιο-δικά Cyborg, Bing Bang, Ανδρομέδα, στην εφημερίδα «Ημερησία» και στο «9» της Ελευθεροτυπίας.
5) Μάραντος Βασίλειος, Αντιστράτηγος-Γενικός Επιθεωρητής Στρατού. Έχει γράψει το έργο «Κο-ρώνη» (ιστορία)
 6) Μάραντος Παύλος, Σύμβουλος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Σπούδασε νομικά, παιδαγωγικά, Δημόσια Διοίκηση, Πολιτική Επιστήμη, Κοινωνιολογία και Επικοινωνιολογία. Έχει γράψει τα έργα «Τεχνικές εύρεσης εργασίας», «Εκπαίδευση και μέσα μαζικής ενημέρωσης», «Κράτος και ανάπτυξη». Έχει δημοσιεύσει και διάφορα άρθρα κοινωνικο-εκπαιδευτικού περιεχομένου.
7) Μάραντος Χαράλαμπος, δάσκαλος. Έχει γράψει το έργο «Ιστορία και λαογραφία της Κορώνης»
8) Μπίζος Βασίλειος, δάσκαλος. Έχει γράψει το έργο «Ιστορική αναδίφηση και παραδόσεις» (Χω-ματερού Πυλίας)
9) Μπίζος Α. Γεώργιος, δικηγόρος. Έχει γράψει τα έργα «Ουδείς Υπόλογος;» και «Οδύσσεια προς την ελευθερία» με περιεχόμενο τους αγώνες του για την καταπολέμηση του απαρχάιντ στη Ν. Α-φρική.
10) Χριστόπουλος Λ. Αντώνιος, νομικός-θεολόγος, καθηγητής. Έγραψε το σχολικό βιβλίο «Αγωγή του Πολίτη», το οποίο, μετά από έγκριση του Υπουργείου Παιδείας, διδάχθηκε στα Γυμνάσια της χώ-ρας.
           

21) ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ

    Τα τελευταία 40 χρόνια το Βασιλίτσι ευτύχισε να έχει διαδοχικά δύο πολύ δραστήριους πολιτιστικούς συλλόγους, οι οποίοι στον τομέα τους πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στο χωριό.

α) Η Αδελφότητα Βασιλιτσιωτών «Ο Χρυσόστομος».

       Ιδρύθηκε το 1970 στην Αθήνα από τους Βασιλιτσιώτες που έμεναν στην Πρωτεύουσα
Τα ιδρυτικά μέλη έδωσαν στο σύλλογο το όνομα «Χρυσόστομος» προς τιμήν του αρχιμανδρίτη-ιεραποστόλου Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου που καταγόταν από το χωριό μας. Ο σύλλογος αυτός δραστηριοποιήθηκε μέχρι το 1990, οπότε και ανέστειλε τη λειτουργία του
Κατά τη διάρκεια της εικοσαετίας που μεσολάβησε πραγματοποίησε πολλές πολιτιστικές δραστηριότητες που έδωσαν έναν άλλο αέρα στο χωριό και τους συγχωριανούς. Κορυφαία, όμως, δραστηριότητα θεωρούμε την έκδοση του περιοδικού « Ακρίτας». Εκδόθηκαν 50 τεύχη από το 1978 μέχρι το 1990 και σ’ αυτά, εκτός των άλλων, περιγράφονται όλα τα σπουδαιότερα γεγονότα κατά το διάστημα αυτό που έχουν σχέση με τη ζωή στο χωριό και τους απόδημους Βασιλιτσιώτες (έργα, γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι , επαγγελματικές δραστηριότητες, προβλήματα κλπ.). Παράλ-ληλα μέσα στις σελίδες του περιοδικού περιγράφονται αρκετά από τα ήθη και τα έθιμα του Βασιλιτσίου, παραδόσεις, συνήθειες, παλιά επαγγέλματα, ιστορικά στοιχεία κλπ.

β)Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βασιλιτσιωτών «Η Φανερωμένη».  

      Λίγα χρόνια μετά την αναστολή λειτουργίας της Αδελφότητας "Ο Χρυσόστομος», ιδρύεται ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βασιλιτσιωτών «Η Φανερωμένη» με έδρα το Βασιλίτσι (2004). Τα ιδρυτικά του μέλη ήταν άτομα που έμεναν κυρίως στο Βασιλίτσι και η ονομασία του συλλόγου σχετίζεται με την εκκλησία της Φανερωμένης.
   Η δραστηριότητα και του συλλόγου αυτού υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πλούσια. Επιμελείται κάθε χρόνο την συνέχιση του εθίμου της Αποκερασιάς, διοργανώνει χοροεσπερίδες, εκδίδει ημε-ρολόγιο με ωραίες φωτογραφίες της περιοχής και κάθε καλοκαίρι πραγματοποιεί στο χωριό μια μεγάλη εκδήλωση που τιτλοφορείται «Η μουσική συναντά την παράδοση». Η εκδήλωση αυτή περι-λαμβάνει παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια και προσφέρονται στους επισκέπτες  παραδοσιακά φαγητά που μαγειρεύουν οι γυναίκες του χωριού. Παράλληλα έχει συγκεντρώσει πολύτιμο τοπικό υλικό και δημιούργησε λαογραφικό μουσείο, το οποίο στεγάζεται σε αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου που δεν λειτουργεί πια.
   Μία άλλη δραστηριότητα του συλλόγου είναι η ίδρυση χορευτικού ομίλου με δάσκαλο ο οποίος μαθαίνει στους μετέχοντες χορούς από όλη την Ελλάδα.
   Ο χορευτικός όμιλος έχει σημειώσει εξαιρετικές επιδόσεις και μετέχει όχι μόνο στις εκδηλώσεις που γίνονται στο χωριό, αλλά προσκαλείται και στις εκδηλώσεις που γίνονται σε επίπεδο Δήμου.

22)    ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ

            Κάθε τόπος έχει και τις συνήθειές του. Το ίδιο και το Βασιλίτσι. Και μάλιστα όσο πιο πίσω ανατρέχει κανείς τόσο περισσότερες συναντά. Κάποιες από αυτές απαντώνται και σήμερα.

1) Πού πας;

Μία από τις συνήθειες που εξακολουθεί να είναι ζωντανή και να έχει σχεδόν καθολική εφαρμογή είναι αυτή, κατά την οποία, όταν ένας χωριανός συναντά στο δρόμο κάποιον άλλο χωριανό, εκτός από τον χαιρετισμό «καλημέρα» κλπ., τον ρωτά: «-Που πάς, ή για πού το ’βαλες, ή που ήσουν ή από πού έρχεσαι»  και άλλα παρόμοια τα οποία έχουν σχέση με την κίνηση (προορισμό) του συγχωριανού του. Αρκετές φορές οι ερωτήσεις αυτές αντικαθιστούν και την «καλημέρα». Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι απαντήσεις συχνά δεν είναι καθόλου διαφωτιστικές. Στην ερώτηση π.χ. «που πας;» η απάντηση συνήθως είναι: «’σια κάτου» (ίσια κάτω) ή «’σια πέρα» (ίσια πέρα) κλπ.
Κάποιος που δεν έχει εξοικειωθεί με τη συνήθεια αυτή μπορεί και να παρεξηγηθεί μιας και σ’ όλους τους ανθρώπους δεν αρέσει να δίνουν αναφορά των κινήσεών τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι απαντήσεις συχνά είναι τελείως ασαφείς π.χ. «-’σια πέρα».
Σε κείμενο που δημοσιεύθηκε ανώνυμα στον «Ακρίτα» (τεύχος 36/1985) διερευνάται το φαινόμενο αυτό και επιχειρείται να δοθεί απάντηση οι ερωτήσεις που προαναφέραμε είναι ερωτήσεις απλού ενδιαφέροντος για τους συγχωριανούς ή εξυπηρετούν κάποια σκοπιμότητα.  Γράφει ο συντά-κτης:
«Εμείς πιστεύουμε πως είναι και τα δύο. Και ενδιαφέρον και σκοπιμότητα. Και αυτό, γιατί η συνήθεια έρχεται από τα παλαιότερα χρόνια. Από τότε που ο ορίζοντας των συγχωριανών μας ήταν περιορισμένος στα σύνορα του χωριού ή, το πολύ, να έφταναν ως την Κορώνη και τα γύρω χωριά και σε σπάνιες περιπτώσεις ως την πρωτεύουσα του νομού την Καλαμάτα. Έτσι οι σχέσεις ήταν πιο στε-νές και το ενδιαφέρον μεγάλο. Ίσχυε η δια πίστωση του ποιητή: «όλοι μας γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά, στα μυστικά μας δεν μπορεί να βάλουμε κλειδιά». Μ’ αυτό τον τρόπο, λοιπόν, καταργούνταν τα κλειδιά των μυστικών κι ο ένας γινόταν κοινωνός των ασχολιών και των προβλημάτων του άλλου…
Νομίζουμε, όμως, πως λειτουργούσε και κάποια σκοπιμότητα. Οι αποστάσεις, όσο μικρές κι αν ήσαν, μετρούσαν πολύ. Και οι περισσότερες δουλειές ίδιες και με τα ίδια προβλήματα. Έτσι μια απάντηση: «πάω να δω αν έγινε το σιτάρι για θέρο ή η σταφίδα για τρύγο» έδινε στον άλλο την ευκαιρία να ζητήσει και τη δική του εξυπηρέτηση ή να συζητήσει και το δικό του πρόβλημα. Γιατί κά-ποιο χτήμα θα είχε στην περιοχή κι έτσι θα παρακαλούσε το συγχωριανό του να ρίξει μια ματιά αν η και η δική του η καλλιέργεια ήταν έτοιμη για συγκομιδή …
Πρέπει, όμως, να αναζητηθεί και κάποια άλλη σκοπιμότητα σ’ αυτή τη συνήθεια του «-πού πας;». Αναπτύχθηκε σε εποχές που οι αποστάσεις μετρούσαν πολύ, η επικοινωνία ήταν δύσκολη και οι κίνδυνοι ενδεχόμενοι. Κάνουμε, λοιπόν, τη σκέψη ότι έτσι μάθαινε ο ένας που βρισκόταν ο άλλος και σε περίπτωση κάποιας ανάγκης ή κάποιας αδικαιολόγητης καθυστέρησης υπήρχε η δυνατότητα της αναζήτησης. Και αυτό τις παλαιότερες εποχές ήταν σημαντικό.».

2) Τα παρατσούκλια.  

      Όλοι στο χωριό έχουν και το παρωνύμιό (το παρατσούκλι) τους. Με αυτό είναι πιο πολύ γνωστοί, παρά με το κανονικό τους όνομα. Αυτό χρησιμοποιεί όποιος θέλει να αναφερθεί σε κάποιον άλλο και όχι το όνομά του. Με το παρατσούκλι όλοι καταλαβαίνουν ποιόν εννοεί, με το πραγματικό όνομα χρειάζεται σκέψη για να καταλάβουν. Ιδιαίτερα, αν πρόκειται για δύο άτομα με το ίδιο ονοματε-πώνυμο.
     Τα παρατσούκλια προέρχονται κατά κύριο λόγο και έχουν σχέση είτε με το επάγγελμα, είτε με τη σωματική κατάσταση, είτε με τις συνήθειες κάποιου. Κάποια από αυτά είναι αθώα, κάποια άλλα όμως έχουν περιπαικτικό περιεχόμενο. Κάποια ακόμη έχουν γίνει αποδεκτά από τα άτομα στα οποία απο-δίδονται και δεν δυσκολεύονται να τα χρησιμοποιήσουν και τα ίδια, όταν συστήνονται σε κάποιον και θέλουν να γίνουν πιο σαφείς.

23) ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

α) Διάφορα

            Εκτός από τις εκκλησιές και τους αγίους, κάθε χωριό τον παλιό εκείνο καιρό είχε και τα στοιχειά και τα φαντάσματά του. Εξαίρεση, φυσικά, δεν μπορούσε να αποτελέσει και το Βασιλίτσι. Οι παλιότεροι, από τους οποίους οι πιο πολύ έχουν φύγει τώρα από τη ζωή, είχαν ένα σωρό ιστορίες να διηγηθούν στους νεώτερους. Ιστορίες που είτε είχαν ακούσει από άλλους είτε ήσαν οι ίδιοι αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες γύρω από τα στοιχειά και τα φαντάσματα του χωριού. Και τις ιστορίες αυτές τις διηγούνταν στους νεώτερους εξάπτοντας τη φαντασία τους και δημι-ουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για να πλάσουν και να βιώσουν και αυτοί με τη σειρά τους ανάλογες καταστάσεις. 
Για τα στοιχειά και τα φαντάσματα διαβάζουμε στον «Ακρίτα» σε κείμενο που είχε γράψει ο Γιάννης Γ. Μπίζος (τεύχος 6/1979) τα ακόλουθα:
       «Στο χωριό μας παλαιότερα είχαν μεγάλη διάδοση οι ιδέες για φαντάσματα και εξωτικά. Οι ιδέες αυτές τους επηρέαζαν στην καθνμερινή τους ζωή και τους δημιουργούσαν ένα σωρό προβλήματα. Να τι μας λέει σχετικά ένας συγχωριανός μας.
        -Επιστρέφαμε από τις δουλειές μας νυχτωμένοι, την ώρα, δηλαδή, που έβγαιναν τα φαντάσματα, γιατί στον τόπο τούτο της επαγγελίας(!) τον παλιό καλό καιρό πολύ δουλεύαμε και λίγα απολαμ-βάναμε. Στις ρεματιές, λοιπόν, άλλος άκουγε γλεντζέδικα συγκροτήματα με νταούλια και βιολιά, άλ-λος έβλεπε νεράιδες να χορεύουν και άλλος άκουγε παράξενους θορύβους και κραυγές που έβγαζαν τα στοιχειωμένα πνεύματα από σκοτωμένους ή πεθαμένα αβάπτιστα παιδιά (τα λεγόμενα σμερδάκια) ή ακόμα και βρικόλακες από το νεκροταφείο.
         Μια τσοπανοπούλα, πάλι, συναντούσε καβαλαραίους όταν πότιζε τα ζώα της στο Σμερτίδι και άκουγε συχνά ποδοβολητά πίσω της. Τόση ήταν η ομορφιά της που και με τη φαντασία της ακόμη έ-βλεπε τους άντρες να τρέχουν ξωπίσω της.
       Μα κι εγώ πιστεύω σ’ αυτά και θα σας πω τι μου συνέβη μια φορά. Περνώντας μια νύχτα από του Παπά το Ρέμα, βλέπω μια γυναίκα ασπροφορεμένη νάρχεται κατά πάνω μου και να μου λέει: -Τώρα θα δείς τι θα σου κάμω. –Τι θα μου κάμεις, μωρή; της λέω και την άρπαξα από τους ώμους. Ξαφνικά χάθηκε από μπροστά μου. Είμαι, όμως, απόλυτα σίγουρος ότι έπιασα σάρκα. Αυτό κανείς δεν μπορεί να μου το βγάλει από το μυαλό.
      Εξάλλου ήταν και τα στοιχειά των εκκλησιών. Στον πόλεμο που έκαναν τα μεσάνυχτα νικητής έβγαινε πάντα το στοιχειό του Αγίου Βασιλείου.
      Άλλα, πάλι, δαιμονικά πνεύματα ήταν οι καλικάτζαροι. Αυτοί μας επισκέπτονταν τη νύχτα των Χριστουγέννων και έμπαιναν στα σπίτια από την καπνοδόχο ή από άλλα ανοίγματα του σπιτιού. Γι αυτό φροντίζαμε να βουλώσουμε όλες τις τρύπες, για να μην μπουν μέσα και μας βρωμίσουν με το κατάβρεγμά τους, με το οποίο έλεγαν πως ωριμάζουν και τα σμέρτα. Η παραμονή τους διαρκούσε μέχρι τον αγιασμό των Φώτων, οπότε τα παιδιά τραγουδούσαμε για λογαριασμό τους: Φεύγατε να φύγουμε – έφτασ’ ο τουρλόπαπας – με την αγιαστούρα του – και με την πλαστήρα του – και αγιάζει όλο τον κόσμο – και μας διώχνει από το τόπο.»

β) Το στοιχειό της Κάλαντης

     Οι διηγήσεις για τα στοιχειά εξήπταν τη φαντασία των παιδιών που τις άκουγαν και αυτό συνέβαλε πολλές φορές να πέσουν κι αυτά «θύματα» ανάλογων περιστατικών. Σε μια τέτοια ιστορία, έμελλε να εμπλακεί και ο συγγραφέας του παρόντος, όταν ήταν παιδί. Η υπόθεση έχει ως εξής:
      Στο δρόμο από το χωριό προς τη Μονή της Χρυσοκελλαριάς και περίπου στα μισά της διαδρομής βρίσκεται η Κάλαντη. Εκεί ήταν πηγή νερού με δεξαμενή από την οποία υδρευόταν το χωριό μέχρι τη δεκαετία του ’60. Αλλά, ως γνωστόν, όπου πηγή εκεί και στοιχειά. Έτσι και η Κάλαντη είχε το στοιχειό της, για το οποίο οι κάτοικοι διηγούνταν πολλά και φοβόνταν να περάσουν νύχτα από εκεί.
       Εγώ είχα πάει με τον αδελφό μου το Γιάννη να βοσκήσουμε τα ζώα στο Μελισσομάντρι, αλλά για κάποιο λόγο αργήσαμε το βράδυ να φύγουμε για το χωριό. Είχε βασιλέψει ο ήλιος όταν ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε σε απόσταση 500-700 μέτρα από την Κάλαντη, ακούσαμε ξαφνικά δυνα-τούς χτύπους από τη μεριά της δεξαμενής, γκαπ-γκουπ, σαν να ήθελε κάποιος να τη σπά-σει. Κοκαλώσαμε από το φόβο. Σταματήσαμε τα ζώα και περιμέναμε. Οι χτύποι συνεχίζονταν δυ-νατοί χωρίς σταματημό, γκαπ-γκουπ. Πώς να συνεχίσουμε, τώρα, το δρόμο και να περάσουμε μπροστά από τη δεξαμενή; Τα γόνατά μας είχαν λυγίσει και τα πόδια μας δεν πήγαιναν εμπρός. Τι φόβος ήταν εκείνος! Λέξη δεν έβγαινε από το στόμα μας. Κοιταχτήκαμε και οι δύο αμίλητοι και πήραμε την απόφαση: Δεν θα συνεχίσουμε από το δρόμο. Γυρίζουμε πίσω τα ζώα μπαίνουμε στα Χριστοπουλαίϊκα χωράφια και από χωράφι σε χωράφι φτάνουμε στον Αγι- Αντώνη. Οι χτύποι της Κάλαντης μας ακολούθησαν για λίγο και μετά χάθηκαν.Όμως, οι χτύποι της καρδιάς μας δεν έλεγαν να σταματήσουν.
       Στο χωριό κάναμε τον αδιάφορο και όταν μας ρώτησαν γιατί αργήσαμε ,τους είπαμε ότι είχαμε χάσει μια γίδα και δεν δόθηκε συνέχεια. Ο φόβος, όμως, άργησε να μας περάσει. Τώρα, όταν περνώ από εκεί, θυμάμαι το περιστατικό, θυμάμαι και το στοιχειό και διερωτώμαι που να βρίσκεται χαμένο και δεν τρομάζει πια τους περαστικούς.

3) Η Λάμια της Γρούσπας.
           
       Κάποτε στα μέρη της Γρούσπας ζούσε μια τσοπανοπούλα που αγαπούσε ένα παλληκάρι. Όμως οι δικοί της αποφάσισαν να την παντρέψουν με άλλον. Και την ημέρα που ήταν ντυμένη νύφη καβά-λησε το άλογο της και ήρθε και έπεσε στο πηγάδι. Έψαξαν παντού να τη βρουν, μα μάταιος κόπος. Έ-τσι είπαν πως έγινε λάμια, η λάμια της Γρούσπας.
      "Λένε ότι όταν ρίχνουν πέτρες τα παιδιά στο πηγάδι για να ακούνε τους αντίλαλους, βγαίνει η λάμια θυμωμένη για να κάνει κακό στα παιδιά. Λένε, ακόμη, ότι τα παιδιά δεν πρέπει να πλησιάζουν εκεί στο πηγάδι και στους βράχους που είναι τα λημέρια της, γιατί βγαίνει πότε στη Τζούγκα, πότε στη Γλυφάδα και πότε στην Κόττα, προ παντός τα μεσημέρια, και χτενίζεται. Και όταν δει κανέναν περαστικό τον ρωτάει για το παλληκάρι της. Πρέπει να της πούνε καλά λόγια τότε, γιατί , αλλιώς, αλίμονο σ’ αυτόν που θα της πει άσχημα λόγια."
               (Απόσπασμα από κείμενο του Γιάννη Μπίζου που δημοσιεύθηκε στον «Ακρίτα», τεύχος 19/1981)


24) ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

α) Τα ποντικόξυλα.

    Μια παλιά παράδοση του χωριού μας αναφέρει πως στην περιοχή του Βασιλιτσίου και συγκεκριμένα της Φανερωμένης δεν είχαν κάμει ακόμα την εμφάνισή τους οι γάτες. Έτσι τα ποντίκια ανενόχλητα πολλαπλασιάζονταν και ορμούσαν όπου εύρισκαν ή οσφραίνονταν φαγητό. Οι καλόγηροι της Μονής Φανερωμένης για να φάνε στο σοφρά, κρατούσαν από ένα ξύλο για να χτυπάνε τα ποντίκια και το έλεγαν ποντικόξυλο.
        Κάποτε ένα καράβι άραξε στο Αμμούδι και οι ναύτες με τον καπετάνιο ανέβηκαν στο μοναστήρι. Οι καταδεκτοί και φιλόξενοι καλόγεροι ετοίμασαν φαγητό, έστρωσαν το σοφρά και έβαλαν τα σκα-μνιά όπου κάθισαν μαζί, επισκέπτες και καλόγεροι.
Προτού ακόμα φέρουν τα πιάτα με το φαγητό, λέει ο Ηγούμενος στο καλογεροπαίδι: Φέρε γρήγορα και τα ποντικόξυλα. Το καλογεροπαίδι έκαμε ό,τι «ευλόγησε» ο Ηγούμενος. Οι άνθρωποι του καρα-βιού ξαφνιάστηκαν και αλληλοκοιτάζονταν περίεργα. Σε λίγο έφτασαν και τα ποντικόξυλα που πήρε ένα ο καθένας, ενώ ταυτόχρονα σερβίρονταν και τα πιάτα με το φαγητό.     
          Ο καπετάνιος δεν κρατήθηκε και ρώτησε: Τι τα θέλουμε τα ξύλα, Άγιε Ηγούμενε; -Μη βιάζεσαι και θα ιδείς , καπετάνιε, απάντησε ο Ηγούμενος.
         Τα ποντίκια, που μυρίστηκαν το φαγητό, πετάχτηκαν από τις τρύπες τους και έτρεξαν στο σοφρά για να πάρουν το μερτικό τους. Τότε άρχισε το ποντικόξυλο.
    -Τώρα κατάλαβες, καπετάνιε, τι τα θέλουμε τα ξύλα; Λέει ο Ηγούμενος.-Ασφαλώς, Άγιε Ηγούμενε, αλλά γιατί να μην έχετε γάτες να σας προστατεύουν από τα ποντίκια; -Τι είναι αυτά; τον διακόπτει ο Ηγούμενος. -Στο άλλο ταξίδι που θα περάσω από ’δώ θα σας φέρω και θα ιδείτε, απαντά ο καπετάνιος.
Πέρασε λίγος καιρός και νάτος πάλι με καμία δεκαριά γάτες ο καπετάνιος που όταν τις αμόλυσε στο Μοναστήρι άρχισαν το διωγμό των ποντικιών. Πού να ξαναπαρουσιαστεί ποντίκι την ώρα του φαγητού Τα ποντικόξυλα ρίχτηκαν στη φωτιά. Οι καλόγεροι δεν έβρισκαν λόγια να ευχαριστήσουν τον καπετάνιο. Του πρό-σφεραν τρόφιμα και άλλα δώρα για το καλό που τους έκαμε και το καράβι σήκωσε άγκυρα να φύγει.
Τη στιγμή που άνοιγε πανιά και απομακρυνόταν από το Αμμούδι ένας καλόγερος φωνάζει από τη στεριά:
-Καπετάνιε, άμα οι γάτες φάνε όλα τα ποντίκια, τι θα τρώνε; -Τους καλόγερους! Απάντησε ο καπετάνιος από το καράβι.
Τα λόγια του καπετάνιου τρόμαξαν τους καλόγερους και τους έβαλαν σε ανησυχία. Σαν καλλίτερη σκέψη για να γλυ-τώσουν από τις γάτες βρήκαν τη φωτιά.
Μια νύχτα που οι γάτες ήσαν μέσα στο κελλί, έβαλαν φωτιά, πιστεύοντας πως μαζί θα καίγονταν κι αυτές. Το πρωί, όμως, που φώτισε είδαν τις γάτες να κάθονται πάνω σε μία πέτρα. Φοβι-σμένοι οι καλόγεροι εγκατέλειψαν τη Μονή της Φανερωμένης και μεταφέρθηκαν σε άλλο μοναστήρι …για να γλυτώσουν από τις γάτες!
 ( Κείμενο: Χ.Α.Μ.- Δημοσιεύθηκε στον «Ακρίτα», τεύχος 14/1980 )

β) Το σαραντάρβαλο κακκάβι

      Σύμφωνα με την παράδοση, «Πάνω στη ράχη του βουνού, στη θέση Δεντρούλι, είναι ένα μικρό, πολύ μικρό, οροπέδιο που άλλοτε ήταν χωράφι του Καυκάλα. Στη μέση του χωραφιού είναι μια γούβα και σ’ αυτή, έλεγαν, ήταν τοποθετημένο το σαρα-ντάρβαλο κακκάβι. Ήταν ένα θεόρατο κακκάβι με σαράντα μέτρα βάθος, σαράντα μέτρα διάμετρο και με σαράντα χερούλια. Και ήταν τοποθετημένο σαράντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Οι παππούδες των παππούδων μας περνώντας από εκεί κοντά άκουγαν πολλές φορές ένα θόρυβο σαν αυτόν που κάνει το νερό όταν βράζει. Και πίστευαν ότι κάποιο στοιχειό είναι μέσα στα έγκατα της γης και αναδύει τα υπόγεια νερά. Αργότερα δια- δόθηκε ότι η γούβα εκείνη ήταν ο κρατήρας ενός παλιού, σβη-σμένου πια, ηφαιστείου. Έτσι, έλεγαν, εξηγείται, γιατί και το χώμα του βουνού είναι όλο μελίστρα. Είναι η λάβα του ηφαιστείου που στερεοποιήθηκε και σχημάτισε το βουνό.»  (Κείμενο Ι. Γ. ΜΠ. Δημοσιεύθηκε στον «Ακρίτα», τεύχος 10/1980 )

γ) Ο Γουλόγιωργας.

    Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρχε στο Βασιλίτσι ένας ξακουστός παλαιστής με το όνομα Γουλόγιωργας (Γούλας Γε-ώργιος). Ήταν τρομερό παλληκάρι και είχε σκάσει, λένε, 2-3 Αραπάδες στο πάλεμα. Η φήμη του είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις και έρχονταν από παντού για να παλέψουν μαζί του. Στο ανάστημα ήταν κανονικός αλλά πολύ γεροδεμένος άνδρας.
      Μια φορά ξεκίνησαν μερικοί Τούρκοι από την Τρίπολη με τον τρομερό παλαιστή τους Νταήγιωργα για να παλέψει με τον Γουλόγιωργα. Έφτασαν με τα άλογά τους στη Σέλιτσα και βρήκαν το Γουλόγιωργα να τρίβει ψάνη (σημείωση: στάχια σιτα-ριού που ακόμα δεν είχαν ξεραθεί. Τον καρπό που έβγαινε τον έτρωγαν είτε ωμό είτε τον έβαζαν σ’ ένα ταψί και τον ζέσταιναν για λίγο στη φωτιά) για να φάει.
Τον καλωσόρισε ο Γουλόγιωργας και τον κάλεσε να φάνε ψάνη. Ο Νταήγιωργας του απά-ντησε ότι πρώτα θα του σπάσει τα κόκκαλα και μετά θα φάει με όρεξη. –Α!, τότε, περίμενε να φάω λίγη ακόμη για να πάω τηλωμένος (χορτάτος) στην κόλαση του είπε ο Γουλόγιωργας. Αυτό έκαμε τον Νταήγιωργα να αφρίσει από το κακό του γιατί το θεώρησε προσβολή.-Άντε, του απαντά, και θα σου βγάλω τη ψάνη αχώνευτη απ’ το στομάχι σου. –Καλά, βρε Νταήγιωργα, απάντησε ο Γουλόγιωργας, και άρχισε η πάλη.
Πάλευαν 3-4 ώρες ώσπου έπεσε ο ήλιος. Ποτάμι έτρεχε ο ιδρώτας από τη ζέστη του καλοκαιριού. Ο Γουλόγιωργας έσφιγγε τον Νταήγιωργα μέχρι που τα μάτια του πετάχτηκαν έξω σαν αυγά και τον πέταξε κάτω λέγοντάς του: -Καλά που δεν έφαγες πριν την ψάνη, γιατί θα πήγαινε χαμένη. Έλα, όμως, τώρα, να τη φάμε ,να συνέλθεις. 
Ο Νταήγιωργας δεν έβγαλε λέξη και έφυγε ντροπιασμένος και νηστικός. Στο δρόμο μέθυσε και καθώς έτρεχε με το άλογο και τους άλλους συντρόφους του έπεσε από το άλογο σ’ ένα χαντάκι και σκοτώθηκε. Τον πήγαν στην Τρίπολη νεκρό.
Λέγεται ότι πριν αρχίσει η πάλη, ο Νταήγιωργας επέμενε πως ο νικητής θα σφάξει τον χα-μένο. Έτσι, όταν έπεσε κάτω μισοαναίσθητος ζήτησε από τον Γουλόγιωργα να τον σφάξει, σύμφωνα με τους όρους που είχε θέσει. Ο Γουλόγιωργας του απάντησε ότι δεν είναι χασάπης ούτε Νταή-γιωργας, μόνο να πάει στο καλό και να τον αφήσει ήσυχο να φάει την ψάνη του.
       ( Σύμφωνα με χειρόγραφο κείμενο Ηλία Ν. Λυμπέρη) 

25) ΕΘΙΜΑ
   
Όσο πίσω ανατρέξει κανείς στην ιστορία του χωριού, τόσο περισσότερα έθιμα συναντά. Σήμερα τα περισσότερα από αυτά διατηρούνται μόνο στην ανάμνηση των ηλικιωμένων και λίγα είναι εκείνα που εξακολουθούν να επιζούν και να παίζουν το ρόλο τους στην κοινωνία του χωριού.  Αυτό εξηγείται, ίσως, από το γεγονός ότι παλαιότερα η ζωή ήταν πιο απλή, οι άνθρωποι ήταν δεμένοι μεταξύ τους, σέβονταν και τηρούσαν τις παραδόσεις τους και, με λίγα λόγια, δεν είχε μπει στη ζωή τους ο σύγχρονος πολιτισμός που μαζί με τα καλά του έφερε και κακά, όπως είναι η μετατροπή του ανθρώπου από κοινωνικό ον σε ατομικό και γενικά η αποξένωση των ανθρώπων. 
Από τα έθιμα που επιζούν ακόμη, σπουδαιότερα είναι το έθιμο της Αποκερασιάς και το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου.
α) Το έθιμο της Αποκερασιάς. Το έθιμο αυτό λαμβάνει χώρα στον περίβολο του Αγίου Βασιλείου το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα μετά την ακολουθία της Αγάπης ή της Απο-κερασιάς, όπως τη λένε οι ντόπιοι. Τότε μαζεύονται αυθόρμητα όλοι οι χωριανοί και χορεύουν μέχρις αργά το βράδυ ελληνικούς χορούς. Παλιά το χορό τον άρχιζε ο παπάς του χωριού χορεύοντας το «Χριστός Ανέστη». Μετά έμπαιναν στο χορό όσοι κάτοικοι ήθελαν, σχηματίζοντας κύκλους. Τα τρα-γούδια στα παλαιότερα χρόνια τα έλεγαν οι ίδιοι οι χορευτές με το στόμα χωρισμένοι σε δύο ομάδες, με την πρώτη ομάδα να αρχίζει και τη δεύτερη να επαναλαμβάνει κάθε στροφή του τραγουδιού.
Η πραγματοποίηση του εθίμου αυτού είχε σταματήσει για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά ξεκίνησε ξανά το 1980, μετά από αυθόρμητη πρωτοβουλία των κατοίκων. Το 1982 την αναβίωση του εθίμου ανέλαβε η Αδελφότητα Βασιλιτσιωτών « Ο Χρυσόστομος», σε συνεργασία με την Κοινότητα Βασιλιτσίου και με προσφορά στους παρευρισκομένους εδεσμάτων και ποτών (κυρίως γουρνο-πούλας και κρασιού). Τη χρονιά αυτή η εκδήλωση καλύφθηκε τηλεοπτικά από το BBC και την ΕΡΤ. Εν τω μεταξύ η φήμη της αναβίωσης του εθίμου και η επιτυχία της εκδήλωσης διαδόθηκε σ’ όλη τη Νότια Μεσσηνία, με αποτέλεσμα να προσελκύει κάθε χρόνο πλήθος κόσμου. Το 1983 τίμησαν την εκδήλωση με την παρουσία τους ο Υπουργός Οικονομικών, ο Νομάρχης Μεσσηνίας, ο Υποδιοικητής της Αγροτικής Τράπεζας κ.α.
Τα τελευταία χρόνια τη διοργάνωση της εκδήλωσης έχει αναλάβει ο πολιτιστικός σύλλογος Βασιλιτσιωτών «Η Φανερωμένη» και το έθιμο έλαβε πιο πανηγυρική οργάνωση, με συμμετοχή μουσικών συγκροτημάτων, προσέλευση κατοίκων από τα γύρω χωριά και αλλοδαπών τουριστών, πα-ροχή εδεσμάτων και γλυκών στους επισκέπτες κλπ.
Το έθιμο αυτό συμβολίζει τη νίκη της Ζωής πάνω στο θάνατο και γι’ αυτό γιορτάζεται με χορούς και τραγούδια.
β) Το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου. Το έθιμο αυτό απαντάται σε όλη την Ελλάδα. Στο Βασιλίτσι έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι η περιφορά γίνεται σε όλο το χωριό και κρατάει πάνω από μία ώρα. Μπροστά πηγαίνουν τα παιδιά κρατώντας τα εξαπτέρυγα και ψέλνοντας το «Κύριε ελέησον», ακολουθεί ο επιτάφιος με τον ιερέα και τους ψάλτες και πίσω όλοι οι χωριανοί. Τα σπίτια όλα είναι φωταγωγημένα και την ώρα που περνάει από μπροστά τους ο επιτάφιος οι ιδιοκτήτες τους καίνε λιβάνι και κρατάνε κεριά. Παλαιότερα σταματούσε ο επιτάφιος μπροστά από κάθε σπίτι και ο ιερέας ανέπεμπε δέηση υπέρ υγείας των μελών των κατοικούντων σ’ αυτά με ονομαστική αναφορά του αρχηγού της οικογένειας. Αυτό τώρα δεν γίνεται για λόγους συντομίας. Όταν, τέλος, επιστρέψει ο επιτάφιος στην εκκλησία, σηκώνουν το κουβούκλιο στην πόρτα της εκκλησιάς γεροδεμένα παλληκάρια και όλοι οι πιστοί περνούν από κάτω για να μπουν στο εσωτερικό του ναού
Από τα έθιμα που διατηρούνται ως ανάμνηση στη μνήμη των μεγαλυτέρων σπουδαιότερα είναι το έθιμο της εξέλασης, της αποκριάς, τα γουρνοσφαξίματα, της περιφοράς του επιταφίου κλπ.
α) Το έθιμο της εξέλασης (ξέλασης) ή αρεσιάς. Για το έθιμο αυτό γράφει ο Αντώνιος Λ. Χριστόπουλος στο περιοδικό «Ακρίτας» (τεύχος 9 σελ.35) με το ψευδώνυμο «Ένας Βασιλιτσιώτης»: «Τις Κυριακές και τις άλλες αργίες, μόλις σχόλαζε η εκκλησιά, όσοι μπορούσαν να εργασθούν εξέρ-χονταν με τη θέλησή τους και μετά από σχετική προειδοποίηση στα χτήματα εκείνων που ασθε-νούσαν και τους έκαναν τις δουλειές. Αυτό γινόταν κυρίως στο θέρο, στον τρύγο και στις ελιές. Οι καλοί συγχωριανοί μου συμμερίζονταν την ανάγκη των ασθενών και δεν άφηναν τη σοδειά τους να πάει χαμένη. Από μόνοι τους έκαναν τη διαπίστωση της ανάγκης, δική τους ήταν η πρωτοβουλία να βοηθήσουν και με τη θέλησή τους συμμετείχαν στην εξέλαση…Εξέλαση την έλεγαν, πολύ σωστά, γιατί ήταν ομαδική έξοδος για συγκεκριμένο σκοπό. Αυτή είναι η σημασία του ουσιαστικού που προέρχεται από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας «εξελαύνω». Την έλεγαν, όμως, την εξέ-λαση και «αρεσιά». Τούτη η δεύτερη ονομασία έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί μ’ αυτή τονιζόταν ότι η συμμετοχή στην εξέλαση αφηνόταν στη θέληση (την αρεσιά) του καθενός. Το σπουδαίο είναι ότι αυτή η θέληση δεν έλειπε από κανένα.  Όσο για το βαθύτερο νόημα της συνήθειας είναι φανερό ότι μ’ αυτή εκφραζόταν στη μικρή κοινωνία του χωριού μου το κοινοτικό πνεύμα που χαρακτήριζε τη φυλή μας περισσότερο στα παλαιότερα και πιο δύσκολα χρόνια. Οι συγχωριανοί μου με την εκδήλωση τους αυτή έδειχναν ότι δεν αποτελούσαν ένα τυχαίο άθροισμα ψυχών, αλλά ένα ενωμένο σύνολο, μια κοινότητα που θεωρούσε τα προβλήματα κοινά και μοιραζόταν τις χαρές και τις λύπες».
β)  Τα γιορτιάσματα. « Γιορτιάσματα» λέγαμε στα παλιά τα χρόνια την ονομαστική γιορτή του καθενός. Τότε και μέχρι τη δεκαετία του χίλια εννιακόσια πενήντα που οι ονομαστικές γιορτές είχαν άλλο χαρακτήρα και εκδηλώνονταν με καθολική συμμετοχή όλων των συγχωριανών.
Με το σχόλασμα  της εκκλησιάς στις μέρες των μεγάλων εορτών σχηματίζονταν παρέες-πα-ρέες και επισκέπτονταν όλα τα σπίτια που είχαν ενήλικα άντρα με το όνομα του εορταζόμενου αγίου για να του ευχηθούν  «χρόνια πολλά». Για τις γυναίκες δεν ίσχυε το έθιμο αυτό και έτσι ούτε γιόρ-ταζαν ούτε πήγαινα ομαδικά επισκέψεις, όπως οι άντρες.
Δεν είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν δώρα στον εορτάζοντα. Η επίσκεψή τους στο σπίτι του και οι αυτοπρόσωπες ευχές τους ήταν αρκετές και για τα δύο μέρη. Από την πλευρά, τώρα, αυτού που γιόρταζε το κέρασμα ήταν, συνήθως, δίπλες ή λουκούμι κομμένο στα δύο και ποτό ρακή, «τριαντά-φυλλο», «γαρύφαλλο» ή «μπανάνα». Άλλοι  κερνούσαν κρασί με μεζέ μπακαλιάρο τηγανητό. Οι πιο γλεντζέδες από τους επισκέπτες το έριχναν συχνά στο χορό και στο τραγούδι, όταν, μάλιστα, στο σπίτι υπήρχε και κοπέλα της παντρειάς. Στις γιορτές που γιόρταζαν πολλοί όλο το χωριό ήταν σε κίνηση και έμοιαζε σαν πανηγύρι.
Στο τέλος της ημέρας γινόταν κι ένας απολογισμός. Από την πλευρά του εκείνος που είχε τη γιορτή μετρούσε έναν προς έναν ποιος πέρασε να τον χαιρετίσει και ποιός δεν ήρθε. Από την άλλη πλευρά ο καθένας λογάριαζε αν πήγε σ’ όλους τους εορτάζοντες και μήπως είχε ξεχάσει κανέναν με τον κίνδυνο να παρεξηγηθεί. Εκείνος, πάντως, που δεν ξεχνούσε ποτέ να επισκεφθεί όλους ήταν ο παπάς του χωριού, γιατί το θεωρούσε, λόγω της ιερατικής του ιδιότητας, ιδιαίτερη υποχρέωση και επί πλέον δεν είχε ούτε κρατούσε «προσωπικά» με κανέναν (στο περιοδικό «Ακρίτας» (τ.37) γίνεται μία ωραία περιγραφή και ανάλυση του εθίμου).
γ) Το έθιμο της αποκριάς. Στο δείπνο το βράδυ της τελευταίας Κυριακής των Απόκρεω το φαγητό σ’ όλο το χωριό ήταν μακαρόνια σπιτικά (μακαρούνια τα έλεγαν) που έφτιαχναν δηλ οι νοικοκυρές. Σ’αυτό συμμετείχε όλη οι οικογένεια και, αφού έτρωγαν τρεις πιρουνιές, σταματούσαν το φαγητό έπιαναν το σοφρά, τον σήκωναν λίγο και  τον κουνούσαν τρεις φορές πέρα-δώθε, ενώ  ο αρχηγός της οικογένειας ρωτούσε τους λοιπούς: «Φάγατε;», «Φάγαμε!», απαντούσαν οι άλλοι. «Χορτάσατε;», συνέχιζε ο αρχηγός, «χορτάσαμε!» η απάντηση, «Πάντα χορτάτοι να είσαστε» απαντούσε με ευχή ο πατέρας. Αυτό γινόταν τρεις φορές και μετά άφηναν κάτω το σοφρά και συνέχιζαν το φαγητό. Στο τέλος και πριν σηκωθούν από το σοφρά κρεμούσαν από την τράβα με κλωστή ένα αυγό που είχαν βράσει και καθαρίσει από τα τσόφλια του. Το αυγό κρεμιόταν σε τέτοιο ύψος, ώστε να βρίσκει τα στόματα  των καθισμένων. Ο πατέρας, κουνώντας την κλωστή, περνούσε το αυγό μπροστά από το στόμα καθενός και εκείνος που κατάφερνε να αρπάξει το αυγό, χωρίς τη βοήθεια των χεριών, ήταν ο νικητής και έτρωγε ως έπαθλο.
δ) Οι σταυροί του Σταυρού. Στα παλιά τα χρόνια οι Βασιλιτσιώτες ασχολούνταν και με την καλλιέργεια του σιταριού. Μια ασχολία πολύ κουραστική, λόγω του εδάφους που γινόταν η καλ-λιέργεια (πετρώδες στο μεγαλύτερο μέρος), των πρωτόγονων, σχεδόν, μέσων που χρησιμοποιούσαν εξ αιτίας  του εδάφους που δεν επέτρεπε τη μηχανική καλλιέργεια, αν και τότε ακόμη και στα καλά ε-δάφη η χρήση μηχανών δεν είχε ευρέως διαδοθεί και των μικρών κλήρων που διέθεταν, διάσπαρτων σε διάφορες περιοχές. Παρά ταύτα, όμως, χάρη στην εργατικότητά τους, με τη σπορά του σιταριού όχι μόνο έβγαζαν το ψωμί τους, αλλά πωλούσαν και αρκετές ποσότητες στην Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών.
Είχαν τότε το έθιμο να κάνουν κάθε χρόνο στην περίοδο του θερισμού έναν σταυρό από τα πρώτα στάχια που θέριζαν. Τον σταυρό αυτό τον φύλαγαν στο εικονοστάσι του σπιτιού και στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα της εορτής της ανύψωσης του Τιμίου Σταυρού, τον πήγαιναν στην Εκκλησία για τον διαβάσει ο παπάς και να ευλογήσει τη νέα σπορά. Τον καρπό από το σταυρό εκείνο τον χρησιμοποιούσαν στην πρώτη σπορά που έκαναν για να καρποφόρα.
  ε) Τα γουρνοσφαξίματα. Ένα άλλο έθιμο που  έχει εκλείψει εδώ και 60 χρόνια είναι και τα γουρνοσφαξίματα, το σφάξιμο δηλαδή των χοιρινών που γινόταν πριν από τις απόκριες. Το έθιμο αυτό ήταν συνυφασμένο απόλυτα με τις διατροφικές ανάγκες των κατοίκων και έτσι η ιδιότητα του ως εθίμου εδράζεται όχι τόσο στο γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά στο ότι ελάμβανε χώρα την ίδια ημερομηνία και με την ίδια διαδικασία σε όλα τα σπίτια.
Μέχρι να εκλείψει το έθιμο, κάθε οικογένεια του χωριού για να εξασφαλίσει  το μεγαλύτερο  μέρος των αναγκών της σε κρέας (και όχι μόνο) έκτρεφε και από ένα χοιρινό στο σπίτι, το οποίο έσφαζε την καθορισμένη για όλους ημέρα, πριν από τις απόκριες. Το τάισμα του γουρουνιού γινόταν από τα αποφάγια της οικογένειας, από τα πλύματα, το τυρόγαλο, τα πίτουρα και ότι άλλο διέθετε, που τα έριχναν στον κορύτο ( σκαμμένος κορμός δέντρου ή πέτρα σκαλισμένη σε μορφή σκάφης). Ανάλογα με το τάισμα που του έκαναν, το γουρούνι έφτανε και ξεπερνούσε τις 80 οκάδες (τότε).
Την ημέρα της σφαγής υπήρχε μεγάλη κινητικότητα στο χωριό. Οι μεγάλοι σηκώνονταν ενωρίς, άναβαν φωτιά για να βράσουν το νερό που θα χρησιμοποιούσαν για το μάδημα των τριχών από το σφαχτό. Για το σφάξιμο μαζεύονταν οι γείτονες να βοηθήσουν, γιατί ήταν δύσκολη δουλειά και το χοιρινό πρόβαλε μεγάλη αντίσταση. Από τις φωνές των γουρουνιών που σφάζονταν αντιλα-λούσε όλο το χωριό, γιατί σε κάθε σπίτι γινόταν το ίδιο πράγμα.
Το πρώτο κομμάτι που έκοβαν από το γουρούνι ήταν ο καρύτζαφλας (λάρυγγας), που τον έψη-ναν στα κάρβουνα και μ’ αυτόν έπιναν το πρώτο κρασί. Στη συνέχεια η νοικοκυρά τηγάνιζε στο τηγάνι που είχε ρίξει και κρασί κομμάτια από το συκώτι, τα πνευμόνια και την καρδιά για το κέρασμα όσων είχαν πάρει μέρος στη διαδικασία.
Από το γουρούνι η οικογένεια έκανε το παστό και τα λουκάνικα. Το παστό ήταν κομμάτια από το κρέας του χοιρινού που έβραζαν μέσα στο λεβέτι μαζί με το λίπος που είχαν αφαιρέσει προη-γουμένως από το κρέας. Για να διατηρηθεί το κρέας όλο το χρόνο χωρίς αλλοίωση, του έριχναν αρ-κετό αλάτι και το τοποθετούσαν σε πήλινα δοχεία μαζί με το λίπος του ζώου που είχε λιώσει κατά το βράσιμο. Γινόταν εκλεκτός μεζές και το έτρωγαν σε επίσημες ημέρες ή όταν είχαν φιλοξενούμενους. Τα λουκάνικα (ακόμη καλλίτερος μεζές) τα έφτιαχναν από τα λεπτά έντερα του γουρουνιού που τα γέμιζαν με κομμάτια από ψαχνό κρέας. Για να είναι πιο νόστιμα έβαζαν μέσα και φλούδα από πορ-τοκάλι, θρούμπι κλπ. Μετά το βράσιμό τους τα κρεμούσαν για αρκετές ημέρες στο τζάκι να καπνι-στούν. Τα διατηρούσαν και αυτά, όπως το παστό.
  Τα χοντρά έντερα του γουρουνιού και το στομάχι του τα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν την ωματιά. Τα γέμιζαν δηλ. με πλιγούρι, ανακατεμένο με διάφορα μυρωδικά για να πάρει καλλίτερη γεύ-ση και τα έψηναν στο φούρνο. Με το κεφάλι και τα πόδια του γουρουνιού έκαναν τον πατσά.
Για τα παιδιά η μεγαλύτερη χαρά ήταν η φούσκα. Φούσκα λέγαμε την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού, την οποία οι μεγάλοι έβγαζαν από το σφαγμένο γουρούνι, την καθάριζαν  καλά και την έπλεναν. Στη συνέχεια φυσούσαν μέσα της και καθώς τα τοιχώματά της διαστέλλονταν τη γέμιζαν με αέρα. Μετά έδεναν το στόμιό της για να μη φύγει ο αέρας  και την έδιναν στα παιδιά που έτσι είχαν έ-να ανθεκτικό μπαλόνι για να παίζουν. Αυτό, σήμερα που τα παιδιά είναι γεμάτα από παιχνίδια, φαί-νεται αστείο και πρωτόγονο. Τότε, όμως, που τα παιδιά είχαν ελάχιστα πράγματα, και τα παιχνίδια τους ήταν μόνο όσα έφτιαχναν τα ίδια με  τα χέρια τους ή οι γονείς τους ή τα μεγαλύτερα αδέρφια τους, κάτι τέτοια παιχνίδια, που τα είχαν στη διάθεσή τους μια φορά το χρόνο, τους έδιναν μεγάλη χαρά.              
στ) Η Δευτέρα του γάμου. Ο γάμος και οι εκδηλώσεις που είχαν σχέση με αυτόν κρατούσαν παλιά σχεδόν μία ολόκληρη εβδομάδα. Άρχιζαν την Τετάρτη με τα «καλέσματα», συνεχίζονταν τις επόμενες ημέρες με διάφορες προετοιμασίες και γλέντια, αποκορυφωνόταν την Κυριακή με τα στεφανώματα και έκλεινε τη Δευτέρα από την πλευρά του γαμπρού.
Στις εκδηλώσεις ης ημέρας αυτής μετείχαν οι καλεσμένοι συγγενείς και φίλοι του γαμπρού, ο κουμπάρος και η πατρική οικογένεια της νύφης και απέβλεπε στη γνωριμία της νύφης με τους καινούργιους συγγενείς.
Πρώτα πρώτα έβγαζαν σε κοινή θέα στο σπίτι του γαμπρού τα προικιά για να τα δουν οι συγγενείς και οι καλεσμένοι του. μετά η νύφη πρόσφερε τα δώρα της στους γονείς και στα αδέλφια του συζύγου της. Το πουκάμισο για τον πεθερό και τα κουνάδια, η καλοϋφασμένη φορεσιά για την πεθερά, από μια καλή ποδιά για τις κουνιάδες και το σακούλι με καρφιτσωμένα πάνω σ’ αυτό ένα πουκάμισο, ένα μεταξωτό μαντήλι και ένα ζευγάρι κάλτσες για τον κουμπάρο. Το σακούλι αυτό το  περνούσε στο λαιμό του ο κουμπάρος, το έριχνε στην πλάτη και γύριζε μ’ αυτό όλη την ημέρα για να φαίνονται τα δώρα της νύφης.
Η διαδικασία της παρουσίασης των προικιών και η προσφορά των δώρων ολοκληρωνόταν ως το μεσημέρι. Ακολουθούσε το γεύμα της Δευτέρας με την καθιερωμένη σούπα κι’ ύστερα οι καθιερωμένες επισκέψεις στα σπίτια των συγγενών του γαμπρού με αδιάκοπο γλέντι, μεζέδες και κεράσματα και χορούς καλαματιανό και τσάμικο, σε κάθε σπίτι με πρωτοπόρα τα νιογάμπρια.
Ο περιορισμός της γιορτής τη μέρα αυτή στη σειρά του γαμπρού είχε διπλή σημασία. Από τη μια ήταν έκφραση μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας και από την άλλη εξυπηρετούσε μια σπουδαία κοινωνική σκοπιμότητα. Στην ευρύτερη οικογένεια του,  στη σειριά του (στο σόι του) δηλαδή, έμπαινε ένα νέο μέλος, η νύφη. Έπρεπε, λοιπόν, η νέα κατάσταση να επισημοποιηθεί και η επισημοποίηση γινόταν με την επίσκεψη στα σπίτια των καλεσμένων του γαμπρού. Με άλλα λόγια, ήταν μια εκδήλωση με την οποία ο γαμπρός γνώριζε στη νύφη τη νέα της σειρά (σόι). Αλλά και η σειρά (σόι) του γαμπρού υποδεχόταν με τραγούδια και χορούς στα σπίτια τη νέα της συγγένισσα, τη νύφη. Στο εξής δεν θα ήταν γι’ αυτούς μια ξένη, αλλά δικός τους άνθρωπος. Μια καινούργια συγγενής που θα έπρεπε να επικοινωνεί μαζί τους και να νοιώθει κοντά τους τη ζεστασιά της νέας σειράς.
(Αποσπάσματα από κείμενο που δημοσιεύθηκε ανώνυμα στον «Ακρίτα», τεύχος 37/1985 με τίτλο «Η Δευτέρα του Γάμου»)

      
26) ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΖΩΗ

 1. Υφαντουργία.

     Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του πενήντα, τα περισσότερα από τα υφάσματα που ήσαν απαραίτητα για τις ανάγκες των κατοίκων (ρούχα, στρώματα, σκεπάσματα σακιά, σακούλια κλπ.) υφαίνονταν στον αργαλειό του σπιτιού. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην διέθετε τον αργαλειό του, όπως δεν υπήρχε και γυναίκα που να μην γνώριζε την τέχνη του αργαλειού. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούνταν, κυρίως, οι ίνες από τα φυτά σπάρτο και λινάρι. Το μαλλί δεν το χρησιμοποιούσαν συχνά, γιατί δεν είχαν σε επάρκεια και η αγορά του ήταν ακριβή.

α) Το σπάρτο.

Το σπάρτο, με το επιστημονικό όνομα σπάρτιον το βουρλοειδές, είναι αυ-τοφυής θάμνος με πολλούς βελονοειδείς βλα-στούς οι οποίοι την άνοιξη γεμίζουν όμορφα μικρά κίτρινα λουλούδια που ευωδιάζουν. Τους βλαστούς αυτούς τους έκοβαν τον Αύγουστο και τους έκαναν μάτσο (χερόβολο). Στη συνέχεια τα μά-τσα τα πήγαιναν στη θάλασσα (κυρίως στην περιοχή του Αγιο-Νικόλα), όπου τα πλάκωναν με πέτρες και τα άφηναν εκεί μέσα στο νερό μερικές ημέρες μέχρι μουλιάσουν καλά. Μετά πήγαιναν οι γυναίκες, έμπαιναν στη θάλασσα μέχρι τα γόνατα και έτριβαν τα μουλιασμένα φύλλα πάνω σε στις πέτρες της θάλασσας μέχρι να φύγει ο φλοιός και να μείνουν μόνο οι ίνες. Στη συνέχεια τις έξαιναν με το λανάρι και  τα έκαναν του-λούπες. Τις τουλούπες, μετά, τις έβαζαν στη ρόκα και τις έγνεθαν, μετατρέποντάς τις σε νήμα κατάλληλο για ύφανση στον αργαλειό.

β) Το λινάρι.
                                            
            Το λινάρι με το επιστημονικό όνομα λίνον ( linum) το έσπερναν στα χωράφια και μετά το θερισμό, αφού αφαιρούσαν τους σπόρους, το έκαναν μικρά δεμάτια και το πήγαιναν στη θά-λασσα ή σε ποτάμι για μα μουλιάσει. Μετά, με την ίδια περίπου διαδικασία που εφάρμοζαν για το σπάρτο, μετέτρεπαν κι αυτό σε ίνες κατάλληλες για ύφανση. Τα υφάσματα που έβγαιναν από το λινάρι ήταν πολύ δροσερά, γιατί το λινάρι έχει την ιδιότητα να απορροφά και να απελευθερώνει υγρασία.

 γ) Ο αργαλειός.

      Ο αργαλειός ήταν στην ουσία ένα μικρό υφαντουργικό εργα-στήρι σε κάθε, σχεδόν, σπίτι. Αποτελείτο από τον ξύλινο σκελετό, το αντί, τα μιτάρια, τα χτένια, τη σαΐτα κλπ., ενώ το νήμα που χρησιμοποιείτο για την ύφανση διακρινόταν σε στημόνι και υφάδι. Στηνόταν σε ιδιαίτερο δωμάτιο ή στο σαλόνι του σπιτιού, για όσους δεν είχαν ιδιαίτερο χώρο..
    Στον οικιακό αργαλειό οι γυναίκες ύφαιναν ό,τι ήταν αναγκαίο για τους ανθρώπους, όπως φουστάνια, μεσο-φόρια, ποδιές, πόλκες για τις γυναίκες ή παντελόνια, φανέλες και πουκάμισα για τους άντρες. Παράλληλα ύφαιναν ό,τι είχε ανάγκη το σπίτι ή ήταν αναγκαίο για τις δουλειές τους, όπως στρώματα, κλινοσκεπάσματα, σακκούλια, τσουβάλια, κουρελούδες.
   Γύρω από τον αργαλειό η λαϊκή μούσα έχει φτιάξει πολλά όμορφα τραγούδια,  που τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα. Ακόμη και ο Όμηρος κάνει αναφορά στον αργαλειό με την Πηνελόπη, η οποία ύφαινε την ημέρα στον αργαλειό της και την νύχτα ξεΰφαινε ό,τι είχε υφάνει, προκειμένου με τον τρό-πο αυτό να καθυστερήσει την ύφανσή της και μαζί τη λήψη απόφασης για την επιλογή του μνηστήρα που θα έκανε άντρα της, ελπίζοντας πάντα στην έγκαιρη επιστροφή του Οδυσσέα.  
Η χρήση του αργαλειού στο Βασιλίτσι σταμάτησε περί το τέλος της δεκαετίας του 1950, λόγω βελτίωσης της οικονομίας, της ανάπτυξης του εμπορίου, και της εύκολης πρόσβασης στις αγορές. Έτσι οι νεώτεροι δεν έχουν ιδέα για τον αργαλειό, όπως δεν έχουν ιδέα και για πολλά άλλα που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Για όσους, πάντως, ενδιαφέρονται να πάρουν μία εικόνα του αργα-λειού, μπορούν να επισκεφθούν το Λαογραφικό Μουσείο του χωριού, όπου φυλάσσεται ένας αργαλειός. Ακόμη μπορούν να δουν από κοντά τον αργαλειό στο εργαστήρι-εκθετήριο της Μα-νταλένας Β. Λυμπέρη-Καπινιάρη, η οποία συνεχίζει την παράδοση στο χωριό με ωραία υφαντά. Η κ. Λυμπέρη κατάγεται από την Κορώνη και ζη στο Βασιλίτσι με τον άντρα της Βασίλειο Λυμπέρη. Την υφαντική τέχνη την έμαθε, συνδυάζοντας ειδικές σπουδές στην Αθήνα με έμπρακτα μαθήματα τοπικής υφαντικής από παλιές γυναίκες του αργαλειού.

2. Ελαιουργία

     Η παραγωγή λαδιού (ελαιουργία) στο Βασιλίτσι, όπως και σ’ όλα τα γύρω χωριά, ήταν και εξακολουθεί να είναι παράγοντας ζωτικής σημασίας. Τις ελιές, μετά το μάζεμά τους, τις πήγαιναν στα ελαιοτριβεία (λιτρουβιά) για την έκθλιψή τους (το λιώσιμο) και την εξαγωγή του λαδιού. Στο χωριό παλιά υπήρχαν 4-5 ελαιοτριβεία, σε αντίθεση με το σήμερα υπάρχει μόνο ένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι μειώθηκε η παραγωγή. Απλώς το σημερινό ελαιοτριβείο δεν έχει καμία σχέση με τα παλιά, αν και η φιλοσοφία και των παλιών και του νέου είναι ίδια.
    Τα παλιά ελαιοτριβεία (λιτρουβιά) ήταν ιπποκίνητα και μόλις από το τέλος της δεκαετίας του πενήντα άρχισαν να λειτουργούν μηχανοκίνητα. Τέτοια τελευταία λιτρουβιά πριν την εισαγωγή των μηχανών ήταν του Γιαννέλη, του Μητσάκη, του Φραγκόγιαννη, του Χριστόγιαννη και του Χριστοπα-ναγιώτη.
    Γύρω από το θέμα των παλιών αυτών λιτρουβιών δημοσιεύθηκε στον «Ακρίτα» (τεύχη11και 12/1979) ενδιαφέρουσα μελέτη του Γιάννη Μπίζου, από την οποία μεταφέρουμε εδώ ορισμένα απο-σπάσματα.
«Όλα τα λιτρουβιά λειτουργούσαν σε ευρύχωρα οικήματα. Μέσα εκεί υπήρχαν όλες οι απα-ραίτητες εγκαταστάσεις, όπως η γυριά με τα λιθάρια, η μηχανή , ο εργάτης, η κασέλα, τα παχνιά, το καζάνι και ο λινός. Στη μια μεριά του λιτρουβιού υπήρχε η γυριά. Ήταν μια μεγάλη στρογγυλή πέ-τρινη πλάκα στηριγμένη σε ομοιόσχημο χτίσμα πάνω στην οποία γύριζαν με τη δύναμη του αλόγου τα λιθάρια και μετέβαλαν τις ελιές σε χαμούρι… Η όλη κατασκευή στηριζόταν στους νόμους των μο-χλών και η δύναμη του αλόγου αρκούσε για να γυρίζει τα τεράστια σε όγκο και βάρος λιθάρια πάνω στην πλάκα όπου τοποθετούσαν τις ελιές.
Στο άλλο μέρος του λιτρουβιού ήταν η μηχανή που την αποτελούσαν δύο μεγάλες πλάκες, η λεκάνη κάτω και η πλάντρα επάνω. Η λεκάνη ήταν ακίνητη, ενώ η πλάντρα ανεβοκατέβαινε σε έναν άξονα με στροφές το λεγόμενο αδράχτι. Στη λεκάνη στήνονταν με επιμέλεια από τον καραβοκύρη οι γεμάτες χαμούρι τσαντήλες και με την πλάντρα γινόταν η πίεση για να βγει το λάδι. Επειδή για την πίεση είχαν μόνο τη δύναμη των εργατών, είχε εφαρμοστεί κι εδώ σύστημα μοχλών που πολλαπλασίαζε τη δύναμή τους και τη μετέφερε στην πλάντρα. Μόνιμη εγκατάσταση στο σύστημα αυτό ήταν ο «εργάτης», ένα χοντρό όρθιο ξύλο με δύο οριζόντιους άξονες για να το γυρίζουν, βάζοντας τους ώμους τους οι «λιτρουβάρηδες». Βασικό εξάρτημα της μηχανής ήταν και η μανιβέλα, την οποία τραβούσαν στα μπόσικαμε τα χέρια και στη συνέχεια με τον εργάτη, στον οποίο δενόταν με καραβόσχοινο.
Από τη λεκάνη της μηχανής το λάδι και τα υγρά που έβγαιναν με την πίεση από το χαμούρι μεταφέρονταν με ειδικό σωλήνα στην κασέλα, η οποία χωρισμένη σε δύο μέρη για να διευκολύνεται ο χωρισμός του λαδιού από το λιόσμο. Το λάδι μαζευόταν από τον καραβοκύρη και με τα ασκιά με-ταφερόταν στο σπίτι κάθε παραγωγού, ενώ ο λιόσμος διοχετευόταν στο λινό, όπου γινόταν το τελικό καθάρισμα και το ακάθαρτο λάδι που μαζευόταν από εκεί το χρησιμοποιούσαν για σαπούνι.
Γύρω-γύρω μέσα στο λιτρουβιό, εκτός από την πλευρά που ήταν η μηχανή, υπήρχαν τα πα-χνιά. Ήταν μικροί αποθηκευτικοί χώροι με πλήθινα ή καλαμένια χωρίσματα, όπου οι παραγωγοί συγκέντρωναν τις ελιές από τα χτήματά τους μέχρι να τις κάμουν (σημ. αλέσουν).
     Τέλος σε μια γωνιά του λιτρουβιού υπήρχε το καζάνι με το βραστό νερό για το θέρμισμα. Το καζάνι με την πλούσια φωτιά του ήταν μια συμπαθής  γωνιά του λιτρουβιού τόσο για το προσωπικό του όσο και για τους επισκέπτες, ιδιαίτερα τις ημέρες  που έκανε παγωνιά.»

  3. Παιχνίδια

Στα παλιά τα χρόνια ελάχιστα ήταν τα πράγματα που αγόραζαν οι Βασιλιτσιώτες από το εμπόριο, λόγω της λόγω της οικονομικής τους κατάστασης. Τα περισσότερα από αυτά που χρειάζονταν ήταν έργο των χεριών τους και προϊόν του μόχθου τους (τρόφιμα, ρούχα κλπ.). Αυτό συνέβαινε και με τα παιχνίδια των παιδιών.
Όλα, σχεδόν, τα παιχνίδια, τα οποία απαιτούσαν κάποια κατασκευή, τα κατασκεύαζαν τα ίδια τα παι-διά ή τα μεγαλύτερα αδέλφια τους , καμιά φορά δε και οι γονείς τους. Τέτοια παιχνίδια π.χ. ήταν το τόπι από κουρέλια, οι πέτρινοι βόλοι, οι πεταχτάρες, οι σαΐτες, οι νεροπιστόλες, τα καλαμοντούφεκα, το στεφάνι κλπ.
Τα περισσότερα, όμως, από τα παιχνίδια δεν απαιτούσαν κατασκευές  και τέτοια ήσαν  το κυνηγητό, το ζύνη, το μπιζ, η τυφλόμυγα, το κουτσό, τα πεντόβολα, το κρυφτό, η τσουλήθρα, κλπ.
      Το καλό με όλα αυτά τα παιχνίδια ήταν ότι γύμναζαν και το σώμα και το μυαλό των παιδιών. Τα βοηθούσαν να «ακονίσουν» το μυαλό τους και να αναπτύξουν τις ικανότητές τους. Τότε το παιχνίδι προϋπέθετε αλάνα, δρόμο, πλατεία. Τώρα παίζεται σε μεγάλο βαθμό μέσα σε ένα δωμάτιο, κυρίως στις πόλεις. Τότε συντελούσε στην κοινωνικοποίηση του παιδιού, τώρα στην απομόνωσή του. Τότε το γύμναζε, τώρα το κάνει μαλθακό.
Ένα από τα παιχνίδια που παίζαμε, τότε, ήταν το παιχνίδι με το όνομα «Τι δηλοί;». Την περιγραφή και τη σημασία του τη δανείζομαι από χειρόγραφο του Αντωνίου Λ. Χριστοπούλου
     «Ήταν ένα παιχνίδι οικογενειακό που το παίζαμε στο παραγώνι του σπιτιού μας τις πολύωρες νύχτες του χειμώνα ώς τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του πενήντα. Στη δομή του ήταν απλό. Ένας σύντομος διάλογος ήταν που άρχιζε με την ερώτηση: « Τι δηλοί ;» που έκαναν διαδοχικά όλα τα παιδιά των πολύτεκνων, τότε, οικογενειών. Η άμεση απάντηση ήταν: «Σπιτάκι». Και, τότε, ακο-λουθούσε η δεύτερη ερώτηση του πρώτου: «Τι έχει μέσα;», για να πάρει την απάντηση: «Ανθρώπους». Ακολουθούσε τρίτη ερώτηση: «Πόσους;» και η απάντηση π.χ «.επτά». Οι ερωτήσεις συνεχί-ζονταν με το πόσοι είναι άνδρες και πόσες γυναίκες, ποίο το όνομα του αρχηγού της οικογένειας κλπ. και στο τέλος ακο-λουθούσε η τελική ερώτηση: Σε ποία οικογένεια του χωριού ανα-φέρονταν όλες αυτές οι ερωτήσεις;
    Τότε, που συμμετείχα και εγώ στο παιχνίδι, δεν μπορούσα να φανταστώ κάποια σκοπιμότητα σ’αυτό, ούτε και την αρχική ερώτηση «τι δηλοί;» καλά –καλά καταλάβαινα, αφού η λέξη αυτή ακου-γόταν μόνο στο παιχνίδι και δεν τη χρησιμοποιούσαμε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Αργότερα, στο Γυμνάσιο, έμαθα ότι το συνηρημένο ρήμα «δηλόω-δηλώ» σημαίνει φανερώνω.
    Σε μεγαλύτερη, κάπως, ηλικία σκέφτηκα ότι αυτό το παιχνίδι δεν είχε σχεδιαστεί για να περνάει απλώς η ώρα. Εξυπηρετούσε και άλλο σκοπό. Το σκοπό, περίπου, που σήμερα επιδιώκουν στα σχο-λεία τα μαθήματα της Πατριδογνωσίας και της Μελέτης του Περιβάλλοντος. Βοηθούσε, δηλαδή, με έναν πολύ απλό τρόπο, τα παιδιά στο παραγώνι του σπιτιού να μάθουν τον κοινωνικό χώρο στον οποίο  γεννήθηκαν και μεγαλώνουν, τη σύνθεση των οικογε-νειών του χωριού, τα ονόματά τους, τη θέση του σπιτιού τους κλπ.».

4. Γειτονιές και παραμύθια.


Μια ωραία εικόνα από την παλιά ζωή στο χωριό είναι η εικόνα με τις γειτονίες τα βράδια. Τότε που δεν υπήρχαν τηλεορά-σεις και σπάνιζαν τα ραδιόφωνα.
     Τότε, οι άνθρωποι όταν το βράδυ γύριζαν από τις δουλειές τους στα χωράφια, η πρώτη τους δουλειά ήταν να τακτοποιήσουν τα ζώα τους και στη συνέχεια έτρωγαν το φτωχικό βραδινό φαγητό τους. Μετά οι αρκετοί των γειτονικών σπιτιών συγκεντρώνονταν πότε στο σπίτι του ενός πότε στο σπίτι του άλλου, για να ανταλλάξουν κουβέντες, να μιλήσουν για τις δουλειές της ημέρας, για τα χωράφια και τα ζώα τους, για τα νέα του χωριού κλπ. Αυτό γινόταν χειμώνα – καλοκαίρι. Μόνο που το χειμώνα μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά που έκαιγε στη γωνιά και τους ζέσταινε, ενώ το καλοκαίρι κάθονταν έξω στην αυλή ή και στα πεζούλια του δρόμου.
    Οι συγκεντρώσεις γίνονταν,  συνήθως, σε κάποιο κεντρικό σημείο που εξυπηρετούσε τους κατοίκους των γύρω σπιτιών της περιοχής. Κάποιες ήταν ολιγάριθμες, άλλες πάλι συγκέντρωναν πολύ κόσμο, κυρίως, τα καλοκαιρινά βράδια. Ονομαστές, μεταξύ των άλλων, ήταν και αυτές που περιγράφονται με νοσταλγία στο τετράστιχο του Β.Γ. με τίτλο:

                               Γειτονιές

       «Γλυκές, αγνές κι αξέχαστες, χαρούμενες βραδιές
       στου Τσώνη, στα Μπιζαίικα, στην Εκκλησιά, στ’ Αλώνια
       που πέρναγαν σα βράδιαζε οι γύρω γειτονιές
       σε σας η σκέψη στρέφεται καθώς περνούν τα χρόνια.

   Για τα παιδιά οι συγκεντρώσεις αυτές ήταν ιδιαίτερα ευχάριστες, γιατί πέρα από τα νέα που μάθαιναν από τους μεγαλύτερους, είχαν την ευκαιρία να ακούσουν πολλά παραμύθια, κυρίως, από τις μεγαλύτερες γυναίκες της παρέας. Ακόμη όσοι από τους μεγάλους ήξεραν γράμματα τους έλεγαν και ιστορίες παρμένες από την πλούσια ελληνική ιστορία και μυθολογία. Ευτύχισα στη γειτονιά που μεγάλωσα να έχω την Ανθούλα Κατσούλια (ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή της) που ήξερε πολλά παραμύθια, ενώ άλλα τόσα έφτιαχνε από μόνη της  και κοντά της πέρασα πολλές ευχάριστες χειμω-νιάτικες νύχτες.  Ακόμη ευχαριστώ και τον αδερφό μου Παναγιώτη που από πολύ μικρό μου έμαθε ιστορίες του Οδυσσέα που τόσο μου άρεσαν. Τέτοιες ευκαιρίες και χαρές δεν τις έχουν συχνά σήμερα τα παιδιά.

5. Καφενεία.

Δύο ήταν τα κύρια καφενεία του χωριού, του Αντρικάκη και του Μητσελόγιαννη. Μαγαζιά τα λέγαμε. Στην ουσία δεν ήταν καφενεία με τη σημερινή έννοια του όρου. Ήταν λίγο απ’ όλα. Θα τα λέγαμε καλλίτερα παντοπωλεία.
     Διέθεταν τα περισσότερα από αυτά που είχαν ανάγκη οι χωριανοί. Έκαναν, όμως, και καφέδες και παράλληλα διέθεταν και τραπέζια (τα γνωστά στρογγυλά σιδερένια τραπεζάκια) για να παίζουν χαρτιά όσοι ήθελαν. Τα συνηθισμένα παιχνίδια ήταν το μπουρλότο, η πρέφα, η κολιτσίνα και η ξερή.
     Τα χειμωνιάτικα βράδια που νύχτωνε νωρίς σ’ αυτά κατέφευγαν αρκετοί άντρες για περάσουν την ώρα τους, άλλοι πίνοντας το καφέ τους, άλλοι παίζοντας χαρτιά, άλλοι συζητώντας και άλλοι αποκοιμισμένοι.
   Επειδή τότε δεν είχε φθάσει στο χωριό ο ηλεκτρισμός, οι δρόμοι το βράδυ ήταν σκοτεινοί και οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν φακούς για να πάνε στο καφενείο και να επιστρέψουν μετά στο σπίτι. Όσοι δεν είχαν συχνά πατούσαν σε λακκούβες με νερό από τις πολλές που είχαν οι δρόμοι.
    Την εικόνα αυτή μας την δίνει με γλαφυρό τρόπο το ακόλουθο ποίημα του Β.Γ. με τίτλο:

                                Εικόνες του χωριού

                         Χειμώνας θάναι τώρα στο χωριό,
                         μπορεί την ώρα αυτή και να χιονίζει
                         κι’ η σκέψη χρόνια πίσω της γυρίζει
                         σε κόσμον άλλον, άλλονε καιρό.                                                                                        

                         Στ’ Αντρίκου το παλιό το μαγαζί
                         σε κάθε σαν κι'αυτό θυμάμαι βράδι
                         ετρέχαν’ όλοι οι γείτονες ομάδι                           
                         και δυό και τρεις και τέσσερις μαζί.

                         Κι ως έβρεχ’ έξω ή χιόνιζε γερά
                         εμείς ’κει μέσα τόσ’ αγαπημένοι,
                         μ’ αγάπη και με βάσανα δεμένοι,
                         μια άξέχαστη περνούσαμε βραδιά.

                          Εδώ στην κολιτσίνα είχαν στρωθεί
                          ο Γερο-Αγγελής με το Μητσάκη
                          -παλιό τους φίλους έτρωγε μεράκι-
                          ενώ πολλοί τριγύρω είχαν στρωθεί.

                          Πιο πέρα σ’ άλλη πλούσια συντροφιά
                          με πόσο ο Μίμης διάβαζε καμάρι
                          τους στίχους του για τ’ όμορφο φεγγάρι,
                          τη γη, της πλάσης τ’ άπειρα στοιχειά.

                          Και μέσα ’κει στο βάθος της γωνιάς
                           στο ξύλινο τραπέζι ακουμπισμένος,
                           μακριά απ’ αυτά που γίνονταν και ξένος,
                           την ώρα όλη κοιμόταν ο Μπαγιάς.

                           Έτσι όμορφα περνούσαν’ αρκετές
                           της νύχτας ώρες κι ύστερ’ όπως πρώτα
                           της τσέπης όλοι ανάβοντας τα φώτα
                           γυρνούσανε στο σπίτι με χαρές.


27) ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΤΣΙ

Οι αλλαγές που συντελέσθηκαν στο Βασιλίτσι τα τελευταία εξήντα χρόνια είναι καταπληκτικές. Κάτι ανάλογο, βέβαια, συνέβη και σ’ όλη την Ελλάδα. Γίνεται, όμως, περισσότερο αισθητό σε περιο-χές που ήσαν παλιά πολύ φτωχές και καθυστερημένες. Μια τέτοια περιοχή ήταν και το Βασιλίτσι. 
    Τις αλλαγές αυτές τις αισθάνονται ιδιαίτερα οι κάτοικοί του που είχαν μεταναστεύσει στην Αμε-ρική, στον Καναδά, στην Αυστραλία κλπ. και επισκέπτονται το χωριό μετά από πολλά χρόνια παρα-μονής στο εξωτερικό. Μένουν έκπληκτοι από αυτά που βλέπουν. Είχαν αφήσει ένα χωριό φτωχό και κακομοίρικο και τώρα τα βλέπουν όλα αλλαγμένα. Τίποτα δεν τους θυμίζει αυτά που άφησαν πίσω τους. Όμορφα σπίτια, καθαροί δρόμοι, νερό πόσιμο σε κάθε σπίτι, αποχέτευση, ηλεκτρισμός, κάθε οικογένεια και το αυτοκίνητό της, συγκοινωνία με Αθήνα, καφετέρια, ταβέρνα, ίντερνετ, ψυγεία, ηλεκτρικές κουζίνες, καλοριφέρ και όλα τα άλλα αγαθά του πολιτισμού. 
Πού οφείλονται οι αλλαγές αυτές; Πρωτίστως στη μεγάλη διάρκεια της ειρήνης που έζησε η χώρα μας. Έπειτα στο κρατικό ενδιαφέρον σε συνδυασμό με τα μεγάλα χρηματικά ποσά που εισέρ-ρευσαν από το εξωτερικό για την ανόρθωση και ανάπτυξη της χώρας και τις πρωτοβουλίες που έλαβαν κατά καιρούς ορισμένοι κοινοτικοί άρχοντες του χωριού. 
     Τη μεγαλύτερη, όμως, συμβολή στις αλλαγές είχαν οι ίδιοι οι κάτοικοι του Βασιλιτσίου. Αυτοί ή-ταν που με τη σκληρή δουλειά, τη σωστή διαχείριση των φτωχών οικονομιών τους και την αγάπη τους για την πρόοδο και τον πολιτισμό συνετέλεσαν αποτελεσματικά στο να αλλάξει τελείως η εικόνα του χωριού. Άνθρωποι συντηρητικοί και, συγχρόνως, προοδευτικοί. Φιλοπάτριδες και φιλόξενοι. Ευ-σεβείς και ανεκτικοί. 
  Τις αλλαγές που έγιναν στο χωριό τις περιγράφει χαρακτηριστικά και με έμμετρο τρόπο ο συγχω-ριανός μας Γεώργιος Λαμπρόπουλος (γνωστός και με το παρατσούκλι «Σουπιά») που μετανάστευσε πριν από πολλά χρόνια στην Αμερική, όπως τις είδε σε κάποιο ταξίδι του στα πάτρια εδάφη. Από αυτά που είχε αφήσει πίσω του όταν έφυγε ελάχιστα έχουν απομείνει. Τα πιο πολλά είχαν εξαφανισθεί από τη ζωή των κατοίκων. Μεταξύ άλλων γράφει σε ποίημά του που είχε στείλει πριν από χρόνια στο περιοδικό «Ακρίτας»:

                «Από το χωριό μας χάθηκε βαρέλι και η φκιάλα
                  Και ο μπουγέλος άφαντος να πιείς νερό μια στάλα.

                 Ούτε η βίκα είναι πια ούτε και η λαΐνα.
                 Ούτε τσουκάλι έμεινε μα ούτε και καδίνα.

                 Εχάθηκε ο τέντζερης, σιδερωστιά και στάχτη, 
                 Ούτε σοφράς ούτε σκαμνί, βουτσέλα και κανάτι

                 Ούτε κακάβια μείνανε, ταψιά χαλκωματένια
                Που ήταν της νύφης το προικιό, ο γιούκος και τα χτένια.

                 Και το μαγγάνι χάθηκε που ’κοβε το λινάρι,
                 Ρόκα, μιτάρια και αντί, του λάκκου το βιλάρι

                 Ούτε χαράρια μείνανε, ούτε και δεκριάνια
                 Μα ούτε και ζωντόβολα, μα ούτε και τροκάνια.»                                                
       
27) ΒΑΣΙΛΙΤΣΙΩΤΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ (1900-1920)


  Η ομαδική μετανάστευση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από τις χώρες της Ευρώπης άρχισε, κυρίως, από το1850. Η περίοδος 1900-1920, όμως, υπήρξε η εποχή που η Αμερική δέχτη-κε τους περισσότερους μετανάστες, αρκετοί από τους οποίους ήταν Έλληνες. Στοιχεία κάνουν λόγο για 250.000 (κατ’ άλλους 450.000) άτομα από τη χώρα μας, που ήταν νέοι στην ηλικία και, κυρίως, άντρες.
   Οι λόγοι της μετανάστευσης ποικίλουν. Πρωταρχικός, βέβαια, λόγος ήταν το όνειρο για μια κα-λύτερη ζωή. Πίσω, όμως, από το όνειρο αυτό κρύβονταν η φτώχεια, οι κοινωνικές συνθήκες, οι συνέ-πειες των πολεμικών συγκρούσεων κλπ.
   Το ταξίδι με τα υπερωκεάνια της εποχής (Πατρίς, Ελλάς, Αθήνα κλπ) κρατούσε πάνω από ένα μήνα με συνθήκες κάθε άλλο παρά καλές. Φθάνοντας στην Αμερική η αποβίβαση γινόταν στο νησί Έλλις (Ellis Ailand) στ’ ανοιχτά του Μανχάταν της Νέας Υόρκης, όπου ακολουθούσε έλεγχος διαβατηρίων, ειδική συνέντευξη και πολλές ιατρικές εξετάσεις. Όσοι κρίνονταν  υγιείς και περνούσαν επιτυχώς από τη συνέντευξη διοχετεύονταν στον τόπο προορισμού τους, ενώ οι υπόλοιποι έπαναπροωθούνταν στον τόπο από τον οποίο ξεκίνησαν.
 Μεταξύ των χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών της περιόδου 1900-1920 περιλαμβάνονται και μερικοί από το Βασι-λίτσι.Από έρευνα στα αρχεία του Έλλις Άιλαντ βρέθηκαν τα ονοματεπώνυμα των εξής Βασιλιτσιωτών ( ο πρώτος αριθμός μετά το ονοματεπώνυμο δηλώνει το έτος αναχώρησης και ο δεύτερος την ηλικία) :1) Γαϊτάνης Βασίλειος(1912-27), 2)Γαϊτάνης Χαράλαμπος (1902-32 ), 3)Γαϊτάνης Κώστας (1912-18), 4) Γαϊτάνης Κων-σταντίνος (1912-19), 5) Γαϊτάνης Δημοσθένης (1915-40), 6) Γαϊτάνης Γεώργιος (1907-24), 7) Γαϊτάνης Spulos (1912-20), 8) Γούλας Αναστάσιος (1912-19), 9)Γούλας Ιωάννης(1918-30), 10)Κονσοϊμάνης(Κουτσαμάνης;) Θεόδωρος(1915-40), 11) Κούβελα Αγάπη (1915-20), 12) Κράνιας Παύλος (1915-29), 13) Κράνιας Βασίλειος (1915-38), 14) Λαμπρόπουλος Σωτήριος (1915-27), 15) Μάραντος Βασίλειος (1910- 25), 16) Μάραντος Αντώνιος (1914-23), 17) Μάραντος Κώστας (1914-39), 18) Μάραντος Κωνσταντίνος (1912-40), 19)Μάραντος Γεώργιος (1914-24),  20) Μάραντος Λάμπρος (1914-38), 21) Μάραντος Πα-ναγιώτης (1914-35), 22) Μάραντος Πότης (1914-26), 23) Μπίζος Παύλος (1906-23), 24) Μπουζαλάς Αθανάσιος (1914-29), 25) Μπουζαλάς Βασίλειος (1911-20), 26) Μπουζαλάς Σταύρος (1914-16), 27) Μπουζαλά Draninia (1910-16), 28) Σιψάς Χρίστος (1910-35), 29) Φράγκος Αναστάσιος (1915-40). 


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


        Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω από το Βασιλίτσι ανάγονται στα χρόνια 1942-43, όταν ήμουν δηλ. 3-4 ετών. Οι πιο ζωντανές είναι εκείνες που έχουν να κάνουν με την πείνα (περίοδος γερμα-νοϊταλικής κατοχής) και τη μεγάλη φτώχεια. Εικόνες για το χωριό κρατώ μέσα μου από την ηλικία των 5-6 ετών και μετά.
  Το Βασιλίτσι τότε ήταν ένα φτωχό - πολύ φτωχό - κεφαλοχώρι. Τα σπίτια του ήταν μικρά, φτωχικά και απεριποίητα. Οι δρόμοι του, οι οποίοι ήταν γεμάτοι με πέτρες και λίγο χώμα που το χειμώνα μεταβαλλόταν  σε λάσπη, γέμιζαν την ημέρα από τα ζώα (κατσίκες, προβατίνες, αγελάδες, γαϊδούρια) που τα αφε-ντικά τους τα πήγαιναν για βοσκή ή γύριζαν από αυτή το βράδυ. Οι αυλές πλημύριζαν από κότες και γουρούνια. Το πόσιμο νερό ήταν λίγο και οι γυναίκες το κουβαλούσαν με βαρέλια ζαλω-μένες από μακριά, ενώ περίμεναν ώρες στη βρύση να το γεμίσουν και πολλές φορές μέσα στη νύχτα.
       



   Τα παιδιά γύριζαν ξυπόλυτα. Όσα πήγαιναν σχολείο στοιβάζονταν (120 παιδιά και βάλε) σε μια μόνο αίθουσα, όπου ένας μόνο δάσκαλος αγωνιζόταν ηρωικά πρωί κι’ απόγευμα να τα μάθει γράμματα. Ένας τέτοιος ηρωικός δάσκαλος ήταν ο Παναγιώτης Αρναούτης που με συγκίνηση τον θυμούνται όσοι υπήρξαν μαθητές του, παρά την σκληρότητα που έδειχνε μερικές φορές. Κοντά του μάθαμε πολλοί γράμματα.
    Από τον έξω κόσμο το χωριό ήταν αποκλεισμένο. Δρόμοι ου-σιαστικά δεν υπήρχαν. Στην Κορώνη (απόσταση 8 χιλιόμετρα) πήγαινε κανείς είτε με τα πόδια είτε με το γαϊδούρι. 
  Αν αρρώσταινε βαριά κανείς και έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο στην Καλαμάτα, τον πήγαιναν οι συγχωριανοί μέχρι την Κορώνη στο ξυλοκρέβατο. Το ξυλοκρέβατο ήταν δύο μεγάλα δοκάρια πάνω στα οποία έδεναν ή κάρφωναν κάθετα άλλα ξύλα ή τάβλες σχηματίζοντας έτσι ένα πρόχειρο κρεβάτι και εκεί επάνω ξάπλωναν τον άρρωστο.  Στη συνέχεια τέσσερις ά-ντρες σήκωναν το ξυλοκρέβατο από τις άκρες των δοκαριών, που εξείχαν, στους ώμους τους και πήγαιναν με τα πόδια τον ασθενή στην Κορώνη για να τον πάνε από εκεί με αυτοκίνητο στην Καλαμάτα. 
   Οι γυναίκες γεννούσαν χωρίς καμία ιατρική βοήθεια και αρκετές φορές στο χωράφι. Για να έρθει, δε σε σοβαρές περιπτώσεις, γιατρός στο χωριό, έπρεπε να πάει κάποιος με γαϊδούρι στην Κορώνη ή στο Χαρακοπιό να τον φέρει και μετά να τον ξαναγυρίσει πάλι με το γαϊδούρι στην έδρα του. 
   Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτά. Είχαμε και την αδελφοκτόνο σύρραξη της περιόδου 1946-1949 που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές και θανάτους στο χωριό. Άνθρωποι θανατώθηκαν ή αναγκάσθηκαν να φύγουν για να γλυτώσουν από το θάνατο. Χήρες και ορφανά αντίκριζες σε κάθε σου βήμα.Σπίτια κάηκαν και περιουσίες καταστράφηκαν. Το τραγικό δε στην περίπτωση αυτή  είναι ότι όλα έγιναν από χέρια ελληνικά και από όπλα που κρατούσαν, επίσης, χέρια ελληνικά.
   Αυτές με λίγα λόγια ήταν οι συνθήκες διαβίωσης στο Βασιλί-τσι στην δεκαετία του σαράντα και λίγο μετά. Όμως, το Βασιλίτσι, παρά την φτώχεια και τη δυστυχία του και το μεγάλο κακό που το βρήκε δεν λύγισε. Οι κάτοικοί του έβαλαν όλα τα δυνατά τους να ξαναφτιάξουν το χωριό τους και, μάλιστα, πολύ καλύτερο από αυτό που ήταν πριν. 
  Οι Βασιλιτιώτες, άνθρωποι σκληραγωγημένοι από τη φύση και τις δυσκολίες της ζωής, πάλεψαν με το χώμα, τις πέτρες, τον ήλιο και τη βροχή και σύντομα πήραν επάνω τους. Ξέχασαν  τις διαφορές τους και δημιούργησαν καινούργιες συνθήκες στο χωριό. Άνοιξαν δρόμους με προσωπική εργασία για να διευ-κολύνονται στις εργασίες τους. Άρχισαν να αγοράζουν χτήματα (σταφίδες) από τους Κορωναίους και έτσι βελτίωσαν τα οικονο-μικά τους. Πολλοί ήταν εκείνοι που παρά τη φτώχεια τους δεν δίστασαν να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές στο Πανεπιστήμιο και σε άλλες σχολές. Ακόμη ξεκίνησαν να περιποιούνται τα σπίτια τους ή να χτίζουν καινούρια. Το χωριό ολόκληρο είχε μετα-βληθεί σ’ ένα εργοτάξιο και όλοι συναγωνίζονταν στην πρόοδο και την προκοπή.
     Εν τω μεταξύ ήρθαν στο χωριό και τα άλλα αγαθά του πολιτισμού (φως,νερό, τηλέφωνο, αποχέτευση) κι έτσι σήμερα το Βασιλίτσι είναι ένα γραφικό χωριό που το χαίρονται οι μόνιμοι κά-τοικοί του και οι επισκέπτες του, με καθαρούς δρόμους, ωραία σπίτια και ωραίους ανθρώπους.
  Τελειώνοντας εδώ την εργασία μου για το χωριό μου, στέκομαι με σεβασμό και εκτίμηση μπροστά σ’ όλους εκείνους τους συγχωριανούς μου, είτε έφυγαν από τη ζωή είτε ζουν ακόμη, οι οποίοι πριν από πολλά χρόνια, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες,  αλλά με όρεξη για δουλειά και σωστή διαχείριση των φτωχών οικονομιών τους, μετέτρεψαν το Βασιλίτσι σ’ ένα όμορφο χωριό. Ανάμεσα σ’ αυτούς τοποθετώ και τους γονείς και τ’ αδέρφια μου που με τεράστιες δυσκολίες και πολλές θυσίες με σπούδασαν. Τους ευγνωμονώ.

Σημείωση: Η ανωτέρω εργασία θα εκδοθεί μελλοντικά σε βιβλίο, βελτιωμένη και συμπλη-ρωμένη με νεώτερα στοιχεία. 
20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014. Το βιβλίο με αρκετές προσθήκες, βελτιώσεις και ορισμένες αναθεωρήσεις είναι έτοιμο (250 σελίδες) και θα εκδοθεί το Φθινόπωρο.            





ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Γ. ΓΟΥΛΑΣ